Η πιθανότητα πλήρους κατάρρευσης και τα σενάρια ανάκαμψης

  • Φεβρουάριος 14, 2016

Εξαιρετικά λεπτή έχει γίνει πλέον για το ελληνικό Χρηματιστήριο ηδιαχωριστική γραμμή ανάμεσα στο σενάριο της αντιστροφής και σε εκείνο της πλήρους κατάρρευσης των μετοχικών αξιών.

Το τελευταίο sell off στην αγορά της Αθήνας με πρωταγωνιστές τα ξένα funds, που συνέπεσε με τη βύθιση των ξένων αγορών, επιβεβαιώνει προσώρας τους χειρότερους φόβους των επενδυτών: η Ελλάδα βρίσκεται στο επίκεντρο μιας «τέλειας καταιγίδας», έχοντας πλέον να διαχειριστεί όχι μόνο τα τεράστιαεσωτερικά προβλήματα και τις αβεβαιότητες που προκύπτουν από τη διαπραγμάτευση για την αξιολόγηση του τρίτου Μνημονίου και τη διαχείριση της προσφυγικής κρίσης, αλλά ταυτόχρονα να αντιμετωπίσει και τον οξύ αντίκτυπο από την αναζωπύρωση της κρίσης εμπιστοσύνης στις διεθνείςαγορές και την έντονη ανησυχία για το ευρωπαϊκό τραπεζικό σύστημα. Η διπλή κρίση στην οποία αναφερόταν προ ημερών ο πρωθυπουργός εστιάζοντας στο προσφυγικό και τις απαιτήσεις του Μνημονίου που δημιουργούν πολιτική και οικονομική αστάθεια στο εσωτερικό, έχει γίνει πλέον τριπλή, καθώς σε αυτή έχει έρθει να προστεθεί η ραγδαία επιδείνωση του διεθνούς οικονομικού περιβάλλοντος.

Τακτικές stop-loss

Από τη στιγμή που οι διαχειριστές των hedge funds αποφάσισαν να ενεργοποιήσουν το κουμπί της μαζικής απόσυρσης κεφαλαίων όχι μόνο στις περιφερειακές αγορές, αλλά και στα μεγάλα διεθνή χρηματιστήρια και ειδικότερα στις μεγάλες επενδυτικές τράπεζες,  οι προοπτικές ανάκαμψης της, ούτως ή άλλως, περιθωριοποιημένης και υψηλού επενδυτικού κινδύνου ελληνικής αγοράς επιδεινώθηκαν ραγδαία. Οι ξένοι επενδυτές, ακόμη και εκείνοι που διοχέτευσαν κεφάλαια μόλις στα τέλη της περασμένης χρονιάς στο Χ.Α., ξεπουλάνε όσο-όσο τις θέσεις τους στις ελληνικές μετοχές κάνοντας stop loss σε μια αγορά που όχι μόνο δεν δείχνει να διαθέτει δυνατότητες ανάκαμψης όσο διαρκεί η διεθνής αναταραχή, αλλά αντίθετα καθίσταται ιδιαίτερα ευάλωτη εξαιτίας των εσωτερικών αδυναμιών.

Το αποτέλεσμα αποτυπώνεται τόσο στα επίπεδα που βρέθηκε μέσα σε ελάχιστες συνεδριάσεις ο Γενικός Δείκτης υποχωρώντας σε χαμηλά 27 ετώνμέχρι τις 420 μονάδες, όσο κυρίως στην κατάρρευση των τραπεζικών μετοχών οι οποίες βρίσκονται από 40% έως 80% χαμηλότερα σε σχέση με τις τιμές της τελευταίας ανακεφαλαιοποίησης του κλάδου έχοντας απολέσει χρηματιστηριακή αξία άνω των 8,5 δισ. ευρώ σε μόλις δύο μήνες!

Πού τελειώνει (;) η πτώση

Οι βραχυπρόθεσμοι στόχοι από πολλούς αναλυτές έχουν πλέον αναθεωρηθεί σε αισθητά χαμηλότερα επίπεδα που εκτείνονται πλέον στη ζώνη των 370-400 μονάδων όπου πολλοί θεωρούν ότι η αγορά θα αναζητήσει, προσωρινά εκεί, σημεία ισορροπίας.

Στην περίπτωση που επαληθευτεί αυτό το σενάριο υποχώρησης κάτω από τις 400 μονάδες τις επόμενες εβδομάδες, εκτιμάται ότι θα επηρεαστούν αρνητικά και οι αποτιμήσεις των μετοχών της μεγάλης κεφαλαιοποίησηςπου σε τρέχουσες τιμές βρίσκονται 200% έως 700% υψηλότερα από τον Ιούνιο του 2012, όταν η αγορά έπιανε «πάτο» τότε στις 471 μονάδες. Ήδη οι περισσότερες από αυτές έχουν διορθώσει κατά 50%-70% την άνοδο που πραγματοποίησαν στη διετία 2012-2014, και πλέον βρίσκονται σε κρίσιμα επίπεδα, που αν τα διασπάσουν καθοδικά, θα υποστούν σημαντική ταλαιπωρία μεσοπρόθεσμα.

Κοντά σε σημείο μη επιστροφής

Σε κάθε περίπτωση, οι συντριπτικές απώλειες που προκάλεσε ο συνωστισμός των hedge funds στη στενή θύρα εξόδου και οι οποίες προσεγγίζουν το 35% από τις αρχές του έτους για τον Γενικό Δείκτη και ξεπερνούν το 70% για τον τραπεζικό κλάδο, είναι πλέον εξαιρετικά δύσκολο να καλυφθούν μέσα στη χρονιά, ακόμη κι αν γίνει ένα «θαύμα» για την Ελλάδα.

Το μεγάλο στοίχημα της αξιολόγησης και της βελτίωσης των συνθηκών ρευστότητας, δεν μοιάζει πλέον να είναι αρκετό για την ανάκαμψη της οικονομίας, η οποία αναμένεται να δεχθεί τους επόμενους μήνες την τεράστια πίεση από την εκδήλωση της διεθνούς κρίσης, με αντίκτυπο στις εξαγωγές, τον τουρισμό και τη βιομηχανική παραγωγή. Με την αξία του Χρηματιστηρίου προς το ΑΕΠ να διαμορφώνεται πλέον στο 18% οι τιμές είναι αδιαμφισβήτητα χαμηλές και οι στρεβλώσεις στις αποτιμήσεις ολοφάνερες, ωστόσο η τροπή των πραγμάτων διεθνώς και η διαπίστωση ότι η κυβέρνηση δείχνει να έχει εξαντλήσει το πολιτικό της κεφάλαιο, χωρίς θετικό αποτέλεσμα για τα συμφέροντα της χώρας, διώχνει μακριά από την Ελλάδα κάθε δύναμη που θα μπορούσε να απορροφήσει ομαλά τους κραδασμούς μιας νέας κρίσης.

Χάθηκε η εμπιστοσύνη

Το χειρότερο για τους αναλυτές είναι πως οι αθρόες ρευστοποιήσεις στο Χρηματιστήριο της Αθήνας αποτυπώνουν το ρήγμα εμπιστοσύνης των ξένων κεφαλαίων απέναντι στις εκτιμήσεις ορισμένων για ανάκαμψη μέσα στο 2016. Οι ανησυχίες αυτές έχουν αντίκτυπο και πέραν των τραπεζικών μετοχών, οι οποίες βρίσκονται διεθνώς στο επίκεντρο του κυκλώνα, καθώς στο χρηματιστηριακό sell off συμμετέχουν από την αρχή του χρόνου εταιρείες-σηματωροί της πραγματικής οικονομίας όπως η ΔΕΗ, τα ΕΛΠΕ, ο Μυτιληναίος, ο ΟΠΑΠ, ο ΟΤΕ, οι κατασκευαστικές και εμπορικές επιχειρήσεις κ.ά.

«Αυτή τη στιγμή δεν βλέπουμε να τιμολογείται πλέον μόνο ο προβληματισμός από την ακύρωση του σεναρίου της γρήγορης αξιολόγησης, αλλά ένα εκρηκτικό κοκτέιλ επιπτώσεων από την εγχώρια και διεθνή κρίση, που σε τελική ανάλυση έχουν να κάνουν ξανά με την εφαρμογή της συμφωνίας και την ίδια την προοπτική επιβίωσης της χώρας εντός της ζώνης του ευρώ. Οι φόβοι για κατάρρευση των ελληνικών τραπεζών είναι υπερβολικοί, καθώς η κεφαλαιακή τους επάρκεια δεν αμφισβητείται επί του παρόντος, αλλά η κατάσταση γίνεται όλο και πιο έκρυθμη κάθε μέρα που περνάει, καθώς το μεγάλο πρόβλημα για την Ελλάδα εξακολουθεί να είναι πρωτίστως πολιτικό, και αυτή την περίοδο η κυβέρνηση συμπεριφέρεται ως να έχει σηκώσει τα χέρια ψηλά απέναντι σε κρίσιμες αποφάσεις που καλείται να λάβει», λέει στο «Κ» στέλεχος ελληνικής χρηματιστηριακής που συνεργάζεται με ξένους επενδυτές.

Φοβούνται εγκλωβισμό

Τα ξένα funds, που βρέθηκαν υπερεκτεθειμένα στην αγορά της Αθήνας μετά την τελευταία ανακεφαλαιοποίηση παίζοντας το σενάριο της επιτάχυνσης των μεταρρυθμίσεων στη χώρα, σπεύδουν μαζικά να περιορίσουν την έκθεσή τους. Διαβλέπουν τον κίνδυνο να εγκλωβιστούν για μήνες στην πιο ριψοκίνδυνη αγορά της Ευρώπης, σε μια περίοδο που συνολικά το επενδυτικό ρίσκο έχει αρχίσει να ανεβαίνει κατακόρυφα σε όλη τη γηραιά ήπειρο εξαιτίας της έκτασης της προσφυγικής κρίσης και των ανησυχιών για την κεφαλαιακή επάρκεια των μεγάλων ευρωπαϊκών τραπεζών ενόψει των stress tests που θα γίνουν στο τέλος Φεβρουαρίου. Όταν χρηματοπιστωτικοί κολοσσοί όπως ηDeutsche Bank φτάνουν στο σημείο να χάνουν σε λίγους μήνες το 60% της αξίας τους και να υποχωρούν σε ιστορικά χαμηλά, είναι ουτοπία να περιμένει κανείς ότι οι ελληνικές τράπεζες, ως οι πιο προβληματικές στην Ευρώπη, μπορούν να παραμείνουν εκτός νυμφώνα, σημειώνουν αναλυτές.

Τι ανησυχεί τους αναλυτές

Ως αποτέλεσμα των παραπάνω, η ελληνική αγορά παρουσιάζει πολύ μεγάλη αδυναμία να εκμεταλλευτεί τις συνθήκες υπερπώλησης και τις τελευταίες εναπομείνασες στηρίξεις που συναντά στην κάθοδό της. Αυτό σημαίνει, σύμφωνα με αναλυτές, ότι η καθοδική κίνηση που εξελίσσεται, έχει τεράστια δυναμική και πιθανότατα θα χρειαστεί ακόμη να περάσει χρόνος πριν καταγραφούν ενδείξεις πυθμένα και αντιστροφής. Χαρακτηριστικό είναι πως ο στόχος πλέον για τον δείκτη FTSE Large Cap έχει μετακινηθεί μεσοπρόθεσμα σε τιμές κάτω των 95 μονάδων, ακόμη και αν βραχυπρόθεσμα εκδηλωθεί από τη ζώνη των 107-110 μονάδων κάποιας μορφής ανοδική αντίδραση.

Μακράν την πιο ανησυχητική εικόνα στην αγορά παρουσιάζουν οι τράπεζες, όπου οι απώλειες είναι πλέον συντριπτικές για όσους συμμετείχαν στην τελευταία ανακεφαλαιοποίηση. Μέχρι τη συνεδρίαση της περασμένης Πέμπτη ηΠειραιώς έχανε το 77% της αξίας της με την κεφαλαιοποίησή της μόλις στα 620 εκατ. ευρώ, η Eurobank το 74% με την αξία της στα 585 εκατ. ευρώ, ηΕθνική το 64% με τη χρηματιστηριακή αξία της στα 940 εκατ. ευρώ, ενώ μόνο η Alpha Bank «κρατούσε» σε συγκριτικά αξιοπρεπή επίπεδα με απώλειες 50% και κεφαλαιοποίηση στο 1,5 δισ. ευρώ.

Η επόμενη μέρα για τις ελληνικές τράπεζες είναι μεν γεμάτη προκλήσεις και η διεθνής αναταραχή στον κλάδο κάνει τα πράγματα χειρότερα, ωστόσο, με βάση τη θεμελιώδη εικόνα, ο μεγάλος φόβος της αγοράς ότι θα χρειαστούν άμεσα νέα κεφάλαια θεωρείται υπερβολικός μετά τον τελευταίο γύρο της ανακεφαλαιοποίησης του κλάδου κατά 14,4 δισ. ευρώ.

«Θα πρέπει η ύφεση στην Ελλάδα να ξεπεράσει το 5% το 2016 ώστε να ανακύψουν νέες ανάγκες σε κεφάλαια και μέχρι σήμερα, όσα κι αν συμβαίνουν, κανένα μοντέλο δεν συμπεριλαμβάνει αυτή την εκτίμηση ούτε στα χειρότερα σενάριά του», σημειώνει αναλυτής μεγάλης χρηματιστηριακής που παρακολουθεί τον κλάδο, εκτιμώντας ότι από χρηματιστηριακής πλευράς το γεγονός ότι υπάρχουν αυτή τη στιγμή ελληνικές τράπεζες οι οποίες αποτιμούνται σε τιμές χρεοκοπίας με δείκτη τιμής προς λογιστική αξία μόλις στο 0,15-0,20x, αποτελεί εξόφθαλμη στρέβλωση η οποία πιθανότατα δεν θα αργήσει να διορθωθεί από την αγορά.

Γιατί η αξιολόγηση μπορεί να αλλάξει την εικόνα

Η ολοκλήρωση της πρώτης αξιολόγησης του Μνημονίου αποτελεί σύμφωνα με αναλυτές τον μοναδικό ικανό καταλύτη που μπορεί να αποτρέψει την πλήρη κατάρρευση της οικονομίας και του Χρηματιστηρίου.

Ο διαθέσιμος χρόνος για να αντιστραφεί η ραγδαία επιδείνωση του κλίματος στην αγορά και κυρίως οι ασφυκτικές συνθήκες που επικρατούν στην οικονομία, τελειώνει κάπου την άνοιξη, καθώς, αν παρέλθει το πρώτο τρίμηνο-τετράμηνο του 2016 χωρίς αποτέλεσμα που να ενδυναμώνει τις προοπτικές αποτροπής της ύφεσης, οι δυνατότητες να αξιοποιηθούν εγκαίρως τα οφέλη που αναμένει η Ελλάδα ως αντάλλαγμα των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων, θα περιοριστούν δραματικά, λένε αναλυτές. Το ερώτημα που κανείς δεν μπορεί να απαντήσει είναι πόση ζημιά μπορεί να προκληθεί μέχρι τότε.

Πού ποντάρει η αγορά

Η αγορά έχει ήδη σταματήσει να «παίζει» το σενάριο της συμφωνίας κυβέρνησης-«θεσμών» και να ποντάρει περισσότερο σε αυτό ενός πολύμηνου και οικονομικά επίπονου κύκλου διαπραγματεύσεων, που ενδεχομένως σηματοδοτήσει κυβερνητική αστάθεια για τη συνέχεια. Οπότε, οτιδήποτε διαφορετικό από αυτό που προεξοφλείται τώρα στο χρηματιστηριακό ταμπλό, αναμένεται ότι θα αποτελέσει «θετική έκπληξη» για την αγορά.

* Το θετικό σενάριο θα αρχίσει να ξετυλίγεται ξανά στη Λεωφόρο Αθηνών μόνο τη στιγμή που το «έξυπνο χρήμα» λάβει ενδείξεις πως η κυβέρνηση έχει τη θέληση και τη δυνατότητα να καταλήξει σε συμβιβασμό για το ασφαλιστικό και το φορολογικό με τους «θεσμούς». Οι τελευταίοι, και ειδικά η ΕΚΤ, έχουν αφήσει να εννοηθεί πως από τη στιγμή που εδραιωθεί η εμπιστοσύνη πως οδεύουμε σε συμφωνία και πριν ακόμη αυτή επικυρωθεί από το Eurogroup ή ψηφιστούν τα περισσότερα νομοσχέδια στη Βουλή, είναι πρόθυμοι να επαναφέρουν το waiverτων ελληνικών ομολόγων ώστε να γίνονται δεκτά από την ΕΚΤ για παροχή ρευστότητας προς τις τράπεζες, και παράλληλα να ανάψουν το πράσινο φως για την ένταξη των ελληνικών ομολόγων στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης.

* Το αρνητικό είναι πως οδεύουμε ήδη για τα μέσα Φεβρουαρίου με την αγορά 30% χαμηλότερα σε λιγότερο από ενάμιση μήνα, και όλα τα καυτά θέματα που άπτονται της αξιολόγησης παραμένουν ακόμη ανοιχτά και δεν αναμένεται να κλείσουν πριν περάσουν ακόμη αρκετές εβδομάδες διαβουλεύσεων. Ακόμη πιο ανησυχητικό είναι πως η αβεβαιότητα σχετικά με το περιεχόμενο και τον χρόνο ολοκλήρωσης της αξιολόγησης, είναι πλέον στενά συνδεδεμένη με τις απαιτήσεις των δανειστών για ένα σκληρότερο ασφαλιστικό, με άμεσες περικοπές συντάξεων ως και 25% και ένα «ελαφρύτερο» φορολογικό, τα οποία αμφισβητείται έντονα αν μπορέσει να τα σηκώσει η κυβέρνηση.

Η μεγάλη αύξηση στην απόδοση του δεκαετούς ομολόγου πάνω από το 11,4%, αντικατοπτρίζει την επάνοδο του ρίσκου χώρας το τελευταίο διάστημα, ωστόσο το κλειδί, πλέον, για τη χρηματιστηριακή αγορά είναι αν η ανοδική τάση στις αποδόσεις των ομολόγων θα συνεχιστεί προς υψηλότερα επίπεδα άμεσα, ή θα διακοπεί έστω και προσωρινά. Σύμφωνα με αναλυτές της αγοράς, τα ομόλογα βρίσκονται ήδη σε περιοχή από την οποία αναμένεται μια σταδιακή αποκλιμάκωση που θα μπορούσε να λειτουργήσει ως ανάσα στην αγορά. Στην περίπτωση, ωστόσο, που διασπαστούν ανοδικά και τα επίπεδα του 11,5% στο δεκαετές, θα πρόκειται για μια εξαιρετικά αρνητική εξέλιξη που θα προοιωνίζεται ιδιαίτερα άσχημες εξελίξεις για την Ελλάδα τις επόμενες εβδομάδες.

Πηγή:capital

ΜΕΤΡΑΕΙ Η ΓΝΩΜΗ ΣΟΥ