Οι τραπεζικοί περιορισμοί στις κινήσεις κεφαλαίων και η πολιτική αστάθεια επιδείνωσαν σε σημαντικό βαθμό την ομαλή λειτουργία των επιχειρήσεων της Θεσσαλονίκης αλλά και των καταναλωτών, όπως προκύπτει από το «παράλληλο» ερωτηματολόγιο που τέθηκε στο πλαίσιο της τελευταίας (Σεπτέμβριος 2015) έρευνας οικονομικής συγκυρίας
Οι τραπεζικοί περιορισμοί στις κινήσεις κεφαλαίων και η πολιτική αστάθεια επιδείνωσαν σε σημαντικό βαθμό την ομαλή λειτουργία των επιχειρήσεων της Θεσσαλονίκης αλλά και των καταναλωτών, όπως προκύπτει από το «παράλληλο» ερωτηματολόγιο που τέθηκε στο πλαίσιο της τελευταίας (Σεπτέμβριος 2015) έρευνας οικονομικής συγκυρίας «Βαρόμετρο ΕΒΕΘ», που διενεργεί το Εμπορικό και Βιομηχανικό Επιμελητήριο Θεσσαλονίκης σε συνεργασία με την Palmos Analysis.
Ειδικότερα, περίπου 4 στους 10 καταναλωτές (41%) στον νομό Θεσσαλονίκης δηλώνουν ότι ο περιορισμός των τραπεζικών αναλήψεων δυσκόλεψε «Πολύ» (19%) ή «Αρκετά» (22%) την καθημερινότητά τους, ενώ στον αντίποδα, το 35% δηλώνει «Καθόλου» και το 23% δηλώνει ότι τους δυσκόλεψε «Λίγο».
Αναφορικά με την πραγματοποίηση κάποιας σημαντικής αγοράς (αυτοκίνητο, σπίτι κ.λπ.), φαίνεται ότι οι τραπεζικοί περιορισμοί αποτέλεσαν έναν σημαντικό επιπλέον ανασταλτικό παράγοντα (που προστίθεται στην οικονομική δυσχέρεια των νοικοκυριών), καθώς ένας στους 5 καταναλωτές (21%) ανέφερε ότι ανέβαλε κάποια σημαντική αγορά λόγω των περιορισμών στις τραπεζικές κινήσεις. Ακόμα μεγαλύτερο είναι το ποσοστό (38%) όσων ανέβαλαν μικρότερες αγορές (ένδυση, υπόδηση, ηλεκτρονικές συσκευές, έπιπλα κ.λπ.).
Χρήση χρεωστικών/πιστωτικών καρτών
Ένας από τους στόχους των ad-hoc ερωτήσεων που τέθηκαν στο πλαίσιο του «Βαρομέτρου ΕΒΕΘ» τον Σεπτέμβριο του 2015 ήταν να διερευνήσει την εξοικείωση των καταναλωτών του νομού με τη χρήση πλαστικού χρήματος, κάτι το οποίο θεωρείται ιδιαίτερα κρίσιμο, λόγω και των υφιστάμενων τραπεζικών περιορισμών.
Περισσότεροι από έναν στους δύο (55%) αναφέρουν ότι δεν χρησιμοποιούν χρεωστική ή πιστωτική κάρτα για την πραγματοποίηση αγορών, ενώ το 22% ανέφερε «Ναι, πολλές φορές», το 14% «Ναι, σπάνια» και μόλις το 9% ανέφερε «Ναι, πάντα». Όταν δε ρωτήθηκαν για τους λόγους για τους οποίους δεν προτιμούν τη χρήση καρτών στις αγορές τους, πρόταξαν τη μεγαλύτερη ευκολία στη χρήση των μετρητών και τον καλύτερο έλεγχο των δαπανών/αγορών που πραγματοποιούν με μετρητά.
Επίσης, πολλοί ανέφεραν ότι δεν γνωρίζουν πώς να τις χρησιμοποιούν και άλλοι ότι φοβούνται εσφαλμένες ή υπερβολικές χρεώσεις.
Η εικόνα στις επιχειρήσεις
Επίσης, στο σύνολο των επιχειρήσεων του δείγματος του «Βαρόμετρου ΕΒΕΘ» τέθηκαν κοινές ερωτήσεις που αφορούν στις επιπτώσεις των περιορισμών στις τραπεζικές αναλήψεις, στην αβεβαιότητα του επιχειρηματικού περιβάλλοντος στο οποίο δραστηριοποιούνται, καθώς και στις ληξιπρόθεσμες οφειλές τους προς το Δημόσιο.
Ειδικότερα, οι περιορισμοί που επιβλήθηκαν στις τραπεζικές κινήσεις φαίνεται πως επηρέασαν σε μεγάλο βαθμό την ομαλή λειτουργία των επιχειρήσεων.
Στο σχετικό ερώτημα, σχεδόν 3 στους 4 (76%) αναφέρουν ότι η λειτουργία τους επηρεάστηκε «Πολύ»(48%) ή «Αρκετά» (28%), ενώ στον αντίποδα μόλις το 15% δηλώνει ότι επηρεάστηκε «Λίγο» και το 9% ότι δεν επηρεάστηκε «Καθόλου» από τα capital controls.
Οι τραπεζικοί περιορισμοί στις κινήσεις κεφαλαίων φαίνεται ότι επηρέασαν περισσότερο τη λειτουργία των επιχειρήσεων που ανήκουν στους κλάδους του εμπορίου, της βιομηχανίας και των κατασκευών, ενώ ο κλάδος των υπηρεσιών φαίνεται να επηρεάζεται κάπως λιγότερο.
Ο αντίκτυπος στον τζίρο των επιχειρήσεων είναι εμφανής, καθώς 7 στις 10 επιχειρήσεις αναφέρουν μείωση των πωλήσεών τους λόγω των capital controls. Παράλληλα, περίπου ένας στους 2 επιχειρηματίες (47%) δηλώνουν ότι οι περιορισμοί στις διεθνείς πληρωμές επηρέασαν ουσιαστικά τη λειτουργία της επιχείρησής τους.
Τα μεγαλύτερα προβλήματα που κλήθηκαν να αντιμετωπίσουν οι επιχειρήσεις ήταν κυρίως η απαίτηση των προμηθευτών για πληρωμές τοις μετρητοίς (58%), προβλήματα στις εισαγωγές λόγω διαδικασίας εγκρίσεων από τις αρμόδιες Επιτροπές (50%), καθώς και οι καθυστερήσεις στην είσπραξη απαιτήσεων (42%).
Σχεδόν μία στις 3 επιχειρήσεις (35%) επέλεξαν τις πωλήσεις μόνο έναντι μετρητών, ως μέτρο αντιμετώπισης της ασφυκτικής κατάστασης που δημιουργήθηκε από τα capital controls, ενώ σημαντική επίπτωση υπήρξε και στα επίπεδα παραγωγής/παραγγελιών, στον χρόνο αποπληρωμής των προμηθευτών, στις μισθολογικές και μη μισθολογικές δαπάνες κ.τ.λ.
Αβεβαιότητα/αστάθεια επιχειρηματικού περιβάλλοντος
Σύμφωνα με την έρευνα του ΕΒΕΘ, μόνο μία στις 4 επιχειρήσεις στον νομό Θεσσαλονίκης χαρακτηρίζουν σταθερό/ασφαλές το περιβάλλον στο οποίο δραστηριοποιούνται. Μάλιστα, σύμφωνα με το 75% των ερωτηθέντων, ως βασική γενεσιουργός αιτία των συνθηκών αβεβαιότητας που πλήττουν το επιχειρηματικό περιβάλλον στον νομό αναδεικνύεται η κυβερνητική/πολιτική αστάθεια και ακολουθεί η οικονομική πολιτική της χώρας (64%), ενώ μόνο μία στις 4 επιχειρήσεις (27%) αναφέρουν ως αιτία τις συνθήκες που επικρατούν στο διεθνές οικονομικό περιβάλλον.
Να σημειωθεί ότι, σύμφωνα με την ίδια έρευνα, η αβεβαιότητα που επικρατεί στον επιχειρηματικό κόσμο αποτελεί αποτρεπτικό παράγοντα για τη δημιουργία νέων επενδύσεων, τη δημιουργία θέσεων εργασίας, την τόνωση του κύκλου εργασιών των επιχειρήσεων και την επέκταση της δραστηριότητάς τους.
Ληξιπρόθεσμες οφειλές προς το Δημόσιο
Περίπου 3 στις 10 επιχειρήσεις (29%) στον νομό Θεσσαλονίκης δηλώνουν ότι έχουν ληξιπρόθεσμες οφειλές προς φορείς του Δημοσίου. Το υψηλότερο ποσοστό καταγράφεται στις επιχειρήσεις του κλάδου των Υπηρεσιών (36%) και το χαμηλότερο ποσοστό στον κλάδο της Βιομηχανίας-Μεταποίησης (20%).
Το υψηλότερο ποσοστό ληξιπρόθεσμων οφειλών αφορά τον ΟΑΕΕ (62%) και ακολουθούν οι οφειλές προς την Εφορία γενικά (55%), η καταβολή ΦΠΑ (49%), οι οφειλές προς το ΙΚΑ (48%) καθώς και οι οφειλές προς άλλα ασφαλιστικά ταμεία (17%).
, που διενεργεί το Εμπορικό και Βιομηχανικό Επιμελητήριο Θεσσαλονίκης σε συνεργασία με την Palmos Analysis.
Ειδικότερα, περίπου 4 στους 10 καταναλωτές (41%) στον νομό Θεσσαλονίκης δηλώνουν ότι ο περιορισμός των τραπεζικών αναλήψεων δυσκόλεψε «Πολύ» (19%) ή «Αρκετά» (22%) την καθημερινότητά τους, ενώ στον αντίποδα, το 35% δηλώνει «Καθόλου» και το 23% δηλώνει ότι τους δυσκόλεψε «Λίγο».
Αναφορικά με την πραγματοποίηση κάποιας σημαντικής αγοράς (αυτοκίνητο, σπίτι κ.λπ.), φαίνεται ότι οι τραπεζικοί περιορισμοί αποτέλεσαν έναν σημαντικό επιπλέον ανασταλτικό παράγοντα (που προστίθεται στην οικονομική δυσχέρεια των νοικοκυριών), καθώς ένας στους 5 καταναλωτές (21%) ανέφερε ότι ανέβαλε κάποια σημαντική αγορά λόγω των περιορισμών στις τραπεζικές κινήσεις. Ακόμα μεγαλύτερο είναι το ποσοστό (38%) όσων ανέβαλαν μικρότερες αγορές (ένδυση, υπόδηση, ηλεκτρονικές συσκευές, έπιπλα κ.λπ.).
Χρήση χρεωστικών/πιστωτικών καρτών
Ένας από τους στόχους των ad-hoc ερωτήσεων που τέθηκαν στο πλαίσιο του «Βαρομέτρου ΕΒΕΘ» τον Σεπτέμβριο του 2015 ήταν να διερευνήσει την εξοικείωση των καταναλωτών του νομού με τη χρήση πλαστικού χρήματος, κάτι το οποίο θεωρείται ιδιαίτερα κρίσιμο, λόγω και των υφιστάμενων τραπεζικών περιορισμών.
Περισσότεροι από έναν στους δύο (55%) αναφέρουν ότι δεν χρησιμοποιούν χρεωστική ή πιστωτική κάρτα για την πραγματοποίηση αγορών, ενώ το 22% ανέφερε «Ναι, πολλές φορές», το 14% «Ναι, σπάνια» και μόλις το 9% ανέφερε «Ναι, πάντα». Όταν δε ρωτήθηκαν για τους λόγους για τους οποίους δεν προτιμούν τη χρήση καρτών στις αγορές τους, πρόταξαν τη μεγαλύτερη ευκολία στη χρήση των μετρητών και τον καλύτερο έλεγχο των δαπανών/αγορών που πραγματοποιούν με μετρητά.
Επίσης, πολλοί ανέφεραν ότι δεν γνωρίζουν πώς να τις χρησιμοποιούν και άλλοι ότι φοβούνται εσφαλμένες ή υπερβολικές χρεώσεις.
Η εικόνα στις επιχειρήσεις
Επίσης, στο σύνολο των επιχειρήσεων του δείγματος του «Βαρόμετρου ΕΒΕΘ» τέθηκαν κοινές ερωτήσεις που αφορούν στις επιπτώσεις των περιορισμών στις τραπεζικές αναλήψεις, στην αβεβαιότητα του επιχειρηματικού περιβάλλοντος στο οποίο δραστηριοποιούνται, καθώς και στις ληξιπρόθεσμες οφειλές τους προς το Δημόσιο.
Ειδικότερα, οι περιορισμοί που επιβλήθηκαν στις τραπεζικές κινήσεις φαίνεται πως επηρέασαν σε μεγάλο βαθμό την ομαλή λειτουργία των επιχειρήσεων.
Στο σχετικό ερώτημα, σχεδόν 3 στους 4 (76%) αναφέρουν ότι η λειτουργία τους επηρεάστηκε «Πολύ»(48%) ή «Αρκετά» (28%), ενώ στον αντίποδα μόλις το 15% δηλώνει ότι επηρεάστηκε «Λίγο» και το 9% ότι δεν επηρεάστηκε «Καθόλου» από τα capital controls.
Οι τραπεζικοί περιορισμοί στις κινήσεις κεφαλαίων φαίνεται ότι επηρέασαν περισσότερο τη λειτουργία των επιχειρήσεων που ανήκουν στους κλάδους του εμπορίου, της βιομηχανίας και των κατασκευών, ενώ ο κλάδος των υπηρεσιών φαίνεται να επηρεάζεται κάπως λιγότερο.
Ο αντίκτυπος στον τζίρο των επιχειρήσεων είναι εμφανής, καθώς 7 στις 10 επιχειρήσεις αναφέρουν μείωση των πωλήσεών τους λόγω των capital controls. Παράλληλα, περίπου ένας στους 2 επιχειρηματίες (47%) δηλώνουν ότι οι περιορισμοί στις διεθνείς πληρωμές επηρέασαν ουσιαστικά τη λειτουργία της επιχείρησής τους.
Τα μεγαλύτερα προβλήματα που κλήθηκαν να αντιμετωπίσουν οι επιχειρήσεις ήταν κυρίως η απαίτηση των προμηθευτών για πληρωμές τοις μετρητοίς (58%), προβλήματα στις εισαγωγές λόγω διαδικασίας εγκρίσεων από τις αρμόδιες Επιτροπές (50%), καθώς και οι καθυστερήσεις στην είσπραξη απαιτήσεων (42%).
Σχεδόν μία στις 3 επιχειρήσεις (35%) επέλεξαν τις πωλήσεις μόνο έναντι μετρητών, ως μέτρο αντιμετώπισης της ασφυκτικής κατάστασης που δημιουργήθηκε από τα capital controls, ενώ σημαντική επίπτωση υπήρξε και στα επίπεδα παραγωγής/παραγγελιών, στον χρόνο αποπληρωμής των προμηθευτών, στις μισθολογικές και μη μισθολογικές δαπάνες κ.τ.λ.
Αβεβαιότητα/αστάθεια επιχειρηματικού περιβάλλοντος
Σύμφωνα με την έρευνα του ΕΒΕΘ, μόνο μία στις 4 επιχειρήσεις στον νομό Θεσσαλονίκης χαρακτηρίζουν σταθερό/ασφαλές το περιβάλλον στο οποίο δραστηριοποιούνται. Μάλιστα, σύμφωνα με το 75% των ερωτηθέντων, ως βασική γενεσιουργός αιτία των συνθηκών αβεβαιότητας που πλήττουν το επιχειρηματικό περιβάλλον στον νομό αναδεικνύεται η κυβερνητική/πολιτική αστάθεια και ακολουθεί η οικονομική πολιτική της χώρας (64%), ενώ μόνο μία στις 4 επιχειρήσεις (27%) αναφέρουν ως αιτία τις συνθήκες που επικρατούν στο διεθνές οικονομικό περιβάλλον.
Να σημειωθεί ότι, σύμφωνα με την ίδια έρευνα, η αβεβαιότητα που επικρατεί στον επιχειρηματικό κόσμο αποτελεί αποτρεπτικό παράγοντα για τη δημιουργία νέων επενδύσεων, τη δημιουργία θέσεων εργασίας, την τόνωση του κύκλου εργασιών των επιχειρήσεων και την επέκταση της δραστηριότητάς τους.
Ληξιπρόθεσμες οφειλές προς το Δημόσιο
Περίπου 3 στις 10 επιχειρήσεις (29%) στον νομό Θεσσαλονίκης δηλώνουν ότι έχουν ληξιπρόθεσμες οφειλές προς φορείς του Δημοσίου. Το υψηλότερο ποσοστό καταγράφεται στις επιχειρήσεις του κλάδου των Υπηρεσιών (36%) και το χαμηλότερο ποσοστό στον κλάδο της Βιομηχανίας-Μεταποίησης (20%).
Το υψηλότερο ποσοστό ληξιπρόθεσμων οφειλών αφορά τον ΟΑΕΕ (62%) και ακολουθούν οι οφειλές προς την Εφορία γενικά (55%), η καταβολή ΦΠΑ (49%), οι οφειλές προς το ΙΚΑ (48%) καθώς και οι οφειλές προς άλλα ασφαλιστικά ταμεία (17%).
Πηγή : euro2day.gr