Μικρό καλάθι κρατούν οι παράγοντες της αγοράς για το κατά πόσο η καθοδική πορεία των αποδόσεων των ελληνικών κρατικών τίτλων και η πιθανή ένταξη της χώρας στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης της ΕΚΤ θα μπορέσουν να μειώσουν σημαντικά τα επιτόκια με τα οποία χρεώνουν οι ελληνικές τράπεζες τις εγχώριες επιχειρήσεις, τουλάχιστον για το ορατό μέλλον.
«Εκτιμώ ότι σε πρώτη τουλάχιστον φάση, θα ωφεληθούν -ως ένα βαθμό- μόνο οι πολύ ισχυρές εκείνες εταιρείες που έχουν πρόσβαση στις διεθνείς αγορές ομολόγων και στις κεφαλαιαγορές», δηλώνει χαρακτηριστικά στο Euro2day.gr έμπειρο στέλεχος του ευρύτερου χρηματοπιστωτικού χώρου, αποδίδοντας το γεγονός στο ότι οι τράπεζες θα χρησιμοποιήσουν τα όποια οφέλη προκύψουν γι αυτές, στον αυξημένο σχηματισμό προβλέψεων για να καλύψουν τις «τρύπες» των δανείων που έχουν χορηγήσει κατά το παρελθόν.
«Ας μην ξεχνούμε ότι το εποπτικό περιβάλλον δυσκολεύει με την πάροδο του χρόνου, απαιτώντας από τις τράπεζες περισσότερες προβλέψεις. Η διαδικασία αυτή θα λειτουργήσει ανασταλτικά στην όποια πρόθεση των τραπεζών να μειώσουν τα επιτόκια χορηγήσεων προς όφελος των πελατών τους» καταλήγει το ίδιο στέλεχος.
Από την άλλη πλευρά, δεν είναι λίγοι εκείνοι που υποστηρίζουν ότι οι επιχειρήσεις θα μπορέσουν να «πετύχουν» αρκετά χαμηλότερα επιτόκια στο βαθμό που μειωθούν οι αποδόσεις των κρατικών ομολόγων, (δηλαδή στο βαθμό που υποχωρήσει ο αποκαλούμενος κίνδυνος της χώρας) και η Ελλάδα ενταχθεί στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας.
Άλλωστε, μια τέτοια εξέλιξη είναι ιδιαίτερα επιθυμητή στις τάξεις των ελληνικών επιχειρήσεων, καθώς αυτές επιβαρύνονται με διπλάσιο ή και υπερδιπλάσιο κόστος χρήματος σε σύγκριση με τις ανταγωνιστικές τους εταιρείες στο εξωτερικό.
Μάλιστα, οι συζητήσεις αυτές έχουν ενταθεί κατά το τελευταίο χρονικό διάστημα, καθώς μέσα σε δύο περίπου μήνες οι αποδόσεις των ελληνικών κρατικών τίτλων έχουν υποχωρήσει από το 8,5% κάτω από το 7% και δεν λείπουν εκείνοι που βλέπουν περιθώρια νέας μελλοντικής αποκλιμάκωσής τους κάτω ακόμη και από το 6% (στο βαθμό που θα ολοκληρωθεί η δεύτερη αξιολόγηση και η χώρα ενταχθεί στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας).
«Με δεδομένο ότι οι αποδόσεις των πορτογαλικών δεκαετών ομολόγων φλερτάρουν τώρα με το 4%, μια αντίστοιχη επίδοση για τους ελληνικούς τίτλους κοντά ή και κάτω από το 6% θα αντανακλά μια οικονομία που αν δεν μπορεί να θεωρηθεί ως κανονική, τουλάχιστον θα τείνει προς μια τέτοια κατάσταση», υποστηρίζει γνωστός χρηματιστηριακός αναλυτής.
Η άποψη που συνδυάζει τη μείωση του κινδύνου της χώρας με το μειωμένο ύψος των επιτοκίων χορηγήσεων είναι θεωρητικά σωστή, καθώς:
Πρώτον, η μείωση του κινδύνου της χώρας περιορίζει τα καταθετικά επιτόκια, οπότε δημιουργείται ένα περιθώριο πτώσης και των χορηγητικών επιτοκίων, χωρίς να επηρεαστεί αρνητικά η κερδοφορία των τραπεζών και
δεύτερον, γιατί η ένταξη της Ελλάδας στο QE θα περιορίσει ως ένα βαθμό το κόστος του χρήματος των τραπεζών (κυρίως μέσα από την μικρότερη έκθεση στον ακριβό μηχανισμό ELA) και θα τονώσει τη ρευστότητά τους.
Ωστόσο, οι προαναφερόμενες επιδράσεις εκτιμάται πως δεν θα είναι μεγάλες (π.χ. ήδη τα καταθετικά επιτόκια έχουν μειωθεί δραστικά μετά την επιβολή των capital controls) και επιπλέον, το πρώτο μέλημα των διοικήσεων των τραπεζών θα είναι η ενίσχυση των ισολογισμών μέσα από τη δημιουργία μεγαλύτερων προβλέψεων, προκειμένου να καλυφθούν περαιτέρω έναντι δανείων που έχουν χορηγήσει κατά το παρελθόν.
Παρόμοια είναι και η αντίληψη οικονομικού διευθυντή εισηγμένης εταιρείας: «Πρώτα απ’ όλα θα πρέπει να αναρωτηθούμε για ποιες χορηγήσεις μιλάμε: Για τις νέες που δίνονται, ή για τις ήδη υπάρχουσες που μετακυλίονται χρονικά; Οι πρώτες σπανίζουν ιδιαίτερα, ενώ αμφιβάλω για το πόσο οι τράπεζες θα σπεύσουν να μειώσουν τα επιτόκια στις δεύτερες. Από τις συχνές συζητήσεις που κάνω μαζί τους, δεν έχω διαγνώσει κάποια τέτοια πρόθεση.
Φοβάμαι λοιπόν πως οι όποιες μειώσεις επιτοκίων θα αφορούν είτε τις λίγες ισχυρές εταιρείες που έχουν εναλλακτικές πηγές χρηματοδότησης σε Ελλάδα και εξωτερικό, είτε κυρίως όσες επιχειρήσεις έχουν πραγματική αδυναμία πληρωμής και χρειάζονται ένα πολύ χαμηλό κόστος χρήματος, μήπως και καταφέρουν να επιβιώσουν».
Σε κάθε περίπτωση πάντως, όλοι συμφωνούν πως ο συνδυασμός χαμηλότερων αποδόσεων στους κρατικούς τίτλους και ένταξης στο QE, μόνο θετικά θα λειτουργήσει για την ελληνική οικονομία σε βάθος χρόνου.
Οι ισχυροί όμιλοι της χώρας θα μπορούν να δανείζονται ευκολότερα και φτηνότερα από τις ξένες αγορές, ενώ επίσης οι επιχειρήσεις που είναι εισηγμένες στο ΧΑ θα μπορούν ανετότερα να προχωρήσουν σε αυξήσεις μετοχικού κεφαλαίου ή σε εκδόσεις μετατρέψιμων ομολογιακών δανείων.
Τέλος, η μείωση του κινδύνου της χώρας (και των επιτοκίων παράλληλα) θα αυξήσει το ενδιαφέρον των επενδυτών και για την εγχώρια αγορά εταιρικών ομολόγων που βρίσκεται στο πρώτο στάδιο της ανάπτυξής της.
Πηγή .euro2day