Βαρύ είναι το τίμημα που πληρώνουν πρώτοι από όλους οι εργαζόμενοι των μεγάλων εισηγμένων επιχειρήσεων στην Ελλάδα από την βαθιά ύφεση στην οικονομία και τις αλλεπάλληλες ζημιές μεγάλων επιχειρήσεων επιχειρήσεων.
Την ίδια περίοδο που το δημόσιο και οι μέτοχοι των εταιρειών έχουν αντλήσει από τις εισηγμένες επιχειρήσεις σε φόρους και μερίσματα άνω των 27 δισ. ευρώ, από τις εισηγμένες επιχειρήσεις στο Χρηματιστήριο έχουν χαθεί συνολικά περισσότερες από 62.000 θέσεις εργασίας μεταξύ 2008 και 2015.
Η εξέλιξη του αριθμού των εργαζομένων στις εισηγμένες εταιρείες αποτελεί καθρέφτη των δραματικών όσο και παράδοξων μεταβολών που συντελούνται τα τελευταία χρόνια. Σύμφωνα με στοιχεία που επεξεργάστηκε ο όμιλος Χρηματιστήριο Αθηνών, η μείωση που προκύπτει από το 2008 μέχρι σήμερα, προσεγγίζει το 16,7%. Με το ξέσπασμα της κρίσης, όταν η κερδοφορία των εισηγμένων εταιρειών γνώριζε ακόμη τις καλύτερες μέρες της, ο αριθμός του απασχολούμενου προσωπικού έφτανε στις 369.000. Στα χρόνια που ακολούθησαν οι εργαζόμενοι μειώνονται σταθερά και στο τέλος του 2015 ο αριθμός τους είχε υποχωρήσει σε 307.000.
Ένα σημαντικό μέρος από τις χαμένες θέσεις εργασίας είναι αποτέλεσμα απολύσεων ή περιορισμού δραστηριοτήτων λόγω της αδυναμίας ζημιογόνων αλλά και κερδοφόρων επιχειρήσεων να συντηρήσουν το προσωπικό. Ένα άλλο μέρος οφείλεται στα προγράμματα εθελούσιας εξόδου που συστηματικά εφαρμόζουν τα τελευταία χρόνια οι ελληνικές τράπεζες και μεγάλες ΔΕΚΟ.
Η κρίση έχει επηρεάσει δραστικά την κερδοφορία των εισηγμένων τα τελευταία χρόνια και κατ’ επέκταση τα έσοδα που αντλεί το δημόσιο αλλά και οι ιδιώτες μέτοχοι από αυτές.
Από τα στοιχεία του ομίλου Χρηματιστήριο Αθηνών προκύπτει ότι το 2015 (9μηνο) 93 εταιρείες παρέμεναν ζημιογόνες έναντι 90 που ήταν κερδοφόρες. Τα στοιχεία είναι ελαφρώς καλύτερα από πέρυσι και δικαιολογούν συγκρατημένη αισιοδοξία ότι η κατάσταση θα βελτιωθεί στα επόμενα τρίμηνα. Η εικόνα, όμως, έχει ανατραπεί πλήρως από το 2008 όταν τότε στο ΧΑ κερδοφόρες ήταν 135 εταιρείες έναντι 47 ζημιογόνων. ενώ αυτό που έχει αλλάξει δραματικά είναι το ύψος της συνολικής κερδοφορίας που κατέρρευσε μετά τον «αφανισμό» των τραπεζικών κερδών.
Στην τελευταία οκταετία, όσες επιχειρήσεις ήταν κερδοφόρες, παρήγαγαν κέρδη 35,2 δισ. ευρώ, ενώ όσες ήταν ζημιογόνες τις ίδιες χρήσεις, παρουσίασαν ζημιές 76,6 δισ. ευρώ.
Το «ισοζύγιο» για την περίοδο 2008-2015 είναι όμως ζημιογόνο κατά 41,2 δισ. ευρώ για το σύνολο των εισηγμένων επιχειρήσεων.
Παρ όλα αυτά το Δημόσιο εισέπραξε από τις εισηγμένες επιχειρήσεις συνολικά έσοδα 14,3 δισ. ευρώ από φόρους, ενώ οι μέτοχοι των εισηγμένων μοιράστηκαν σε μερίσματα και επιστροφές κεφαλαίου, άλλα 13,2 δισ. ευρώ.
Από τα έσοδα του Δημοσίου:
– τα 11,97 δισ. ευρώ προήλθαν μέσω της φορολογίας των κερδών
– τα 1,41 δισ. ευρώ από φόρους επί των πωλήσεων, των μερισμάτων και από φόρους συγκέντρωσης κεφαλαίων.
Πιο αποδοτικές φορολογικά χρονιές ήταν:
– το 2008 με εισπράξεις 2,3 δισ. ευρώ από φόρους επί των κερδών σε μια χρονιά που οι κερδοφόρες επιχειρήσεις είχαν συνολικά κέρδη 5,1 δισ. ευρώ.
– το 2009 με φόρους 1,638 δισ. ευρώ επί καθαρών κερδών 8,2 δις. ευρώ από τις εταιρείες με θετικό αποτέλεσμα
-το 2010 με 2,423 δισ. ευρώ σε σύνολο κερδών 5,5 δισ. ευρώ από τις κερδοφόρες
-το 2011 με 1,933 δις. ευρώ επί συνόλου κερδών 2,6 δισ. ευρώ για τις κερδοφόρες εταιρείες αλλά και ζημιών 36,3 δισ. ευρώ από τις υπόλοιπες επιχειρήσεις (κυρίως τράπεζες).
Σε ό,τι αφορά τα μερίσματα και τις επιστροφές κεφαλαίου έχουν μεν αρχίσει να ανακάμπτουν μετά το 2013 (μόλις 576 εκατ. ευρώ) φτάνοντας το 2015 σε 771 εκατ. ευρώ, απέχουν όμως σημαντικά από το ρεκόρ του 2008 αλλά και από τις επιδόσεις των επόμενων ετών.
Σύμφωνα με τα στοιχεία του Χ.Α:
– το 2008 οι χρηματικές διανομές ήταν 4,486 δισ. ευρώ από συνολικά 182 εταιρείες,
– το 2009 μειώθηκαν σε 2,926 δισ. ευρώ από 114 εταιρείες,
– το 2010 σε 1,818 δισ. ευρώ από 99 εταιρείες,
– το 2011 σε 1,179 δισ. ευρώ από 59 εταιρείες,
– το 2012 σε 863 εκατ. ευρώ από 28 εταιρείες
– το 2013 σε 576 εκατ. ευρώ από 21 εταιρείες
– το 2013 σε 637 εκατ. ευρώ από 28 εταιρείες
– και το 2015 διαμορφώθηκαν σε 771 εκατ. ευρώ σε 37 εταιρείες.
Βαρύ είναι το τίμημα που πληρώνουν πρώτοι από όλους οι εργαζόμενοι των μεγάλων εισηγμένων επιχειρήσεων στην Ελλάδα από την βαθιά ύφεση στην οικονομία και τις αλλεπάλληλες ζημιές μεγάλων επιχειρήσεων επιχειρήσεων. Την ίδια περίοδο που το δημόσιο και οι μέτοχοι των εταιρειών έχουν αντλήσει από τις εισηγμένες επιχειρήσεις σε φόρους και μερίσματα άνω των 27 δισ. ευρώ, από τις εισηγμένες επιχειρήσεις στο Χρηματιστήριο έχουν χαθεί συνολικά περισσότερες από 62.000 θέσεις εργασίας μεταξύ 2008 και 2015.
Η εξέλιξη του αριθμού των εργαζομένων στις εισηγμένες εταιρείες αποτελεί καθρέφτη των δραματικών όσο και παράδοξων μεταβολών που συντελούνται τα τελευταία χρόνια. Σύμφωνα με στοιχεία που επεξεργάστηκε ο όμιλος Χρηματιστήριο Αθηνών, η μείωση που προκύπτει από το 2008 μέχρι σήμερα, προσεγγίζει το 16,7%. Με το ξέσπασμα της κρίσης, όταν η κερδοφορία των εισηγμένων εταιρειών γνώριζε ακόμη τις καλύτερες μέρες της, ο αριθμός του απασχολούμενου προσωπικού έφτανε στις 369.000. Στα χρόνια που ακολούθησαν οι εργαζόμενοι μειώνονται σταθερά και στο τέλος του 2015 ο αριθμός τους είχε υποχωρήσει σε 307.000.
Ένα σημαντικό μέρος από τις χαμένες θέσεις εργασίας είναι αποτέλεσμα απολύσεων ή περιορισμού δραστηριοτήτων λόγω της αδυναμίας ζημιογόνων αλλά και κερδοφόρων επιχειρήσεων να συντηρήσουν το προσωπικό. Ένα άλλο μέρος οφείλεται στα προγράμματα εθελούσιας εξόδου που συστηματικά εφαρμόζουν τα τελευταία χρόνια οι ελληνικές τράπεζες και μεγάλες ΔΕΚΟ.
Η κρίση έχει επηρεάσει δραστικά την κερδοφορία των εισηγμένων τα τελευταία χρόνια και κατ’ επέκταση τα έσοδα που αντλεί το δημόσιο αλλά και οι ιδιώτες μέτοχοι από αυτές.
Από τα στοιχεία του ομίλου Χρηματιστήριο Αθηνών προκύπτει ότι το 2015 (9μηνο) 93 εταιρείες παρέμεναν ζημιογόνες έναντι 90 που ήταν κερδοφόρες. Τα στοιχεία είναι ελαφρώς καλύτερα από πέρυσι και δικαιολογούν συγκρατημένη αισιοδοξία ότι η κατάσταση θα βελτιωθεί στα επόμενα τρίμηνα. Η εικόνα, όμως, έχει ανατραπεί πλήρως από το 2008 όταν τότε στο ΧΑ κερδοφόρες ήταν 135 εταιρείες έναντι 47 ζημιογόνων. ενώ αυτό που έχει αλλάξει δραματικά είναι το ύψος της συνολικής κερδοφορίας που κατέρρευσε μετά τον «αφανισμό» των τραπεζικών κερδών.
Στην τελευταία οκταετία, όσες επιχειρήσεις ήταν κερδοφόρες, παρήγαγαν κέρδη 35,2 δισ. ευρώ, ενώ όσες ήταν ζημιογόνες τις ίδιες χρήσεις, παρουσίασαν ζημιές 76,6 δισ. ευρώ.
Το «ισοζύγιο» για την περίοδο 2008-2015 είναι όμως ζημιογόνο κατά 41,2 δισ. ευρώ για το σύνολο των εισηγμένων επιχειρήσεων.
Παρ όλα αυτά το Δημόσιο εισέπραξε από τις εισηγμένες επιχειρήσεις συνολικά έσοδα 14,3 δισ. ευρώ από φόρους, ενώ οι μέτοχοι των εισηγμένων μοιράστηκαν σε μερίσματα και επιστροφές κεφαλαίου, άλλα 13,2 δισ. ευρώ.
Από τα έσοδα του Δημοσίου:
– τα 11,97 δισ. ευρώ προήλθαν μέσω της φορολογίας των κερδών
– τα 1,41 δισ. ευρώ από φόρους επί των πωλήσεων, των μερισμάτων και από φόρους συγκέντρωσης κεφαλαίων.
Πιο αποδοτικές φορολογικά χρονιές ήταν:
– το 2008 με εισπράξεις 2,3 δισ. ευρώ από φόρους επί των κερδών σε μια χρονιά που οι κερδοφόρες επιχειρήσεις είχαν συνολικά κέρδη 5,1 δισ. ευρώ.
– το 2009 με φόρους 1,638 δισ. ευρώ επί καθαρών κερδών 8,2 δις. ευρώ από τις εταιρείες με θετικό αποτέλεσμα
-το 2010 με 2,423 δισ. ευρώ σε σύνολο κερδών 5,5 δισ. ευρώ από τις κερδοφόρες
-το 2011 με 1,933 δις. ευρώ επί συνόλου κερδών 2,6 δισ. ευρώ για τις κερδοφόρες εταιρείες αλλά και ζημιών 36,3 δισ. ευρώ από τις υπόλοιπες επιχειρήσεις (κυρίως τράπεζες).
Σε ό,τι αφορά τα μερίσματα και τις επιστροφές κεφαλαίου έχουν μεν αρχίσει να ανακάμπτουν μετά το 2013 (μόλις 576 εκατ. ευρώ) φτάνοντας το 2015 σε 771 εκατ. ευρώ, απέχουν όμως σημαντικά από το ρεκόρ του 2008 αλλά και από τις επιδόσεις των επόμενων ετών.
Σύμφωνα με τα στοιχεία του Χ.Α:
– το 2008 οι χρηματικές διανομές ήταν 4,486 δισ. ευρώ από συνολικά 182 εταιρείες,
– το 2009 μειώθηκαν σε 2,926 δισ. ευρώ από 114 εταιρείες,
– το 2010 σε 1,818 δισ. ευρώ από 99 εταιρείες,
– το 2011 σε 1,179 δισ. ευρώ από 59 εταιρείες,
– το 2012 σε 863 εκατ. ευρώ από 28 εταιρείες
– το 2013 σε 576 εκατ. ευρώ από 21 εταιρείες
– το 2013 σε 637 εκατ. ευρώ από 28 εταιρείες
– και το 2015 διαμορφώθηκαν σε 771 εκατ. ευρώ σε 37 εταιρείες.
Πηγή:capital