H σχέση μεταξύ της οικονομίας και των λεγόμενων μη μεταδιδόμενων νοσημάτων είναι μία πραγματικότητα.
Στις Ηνωμένες Πολιτείες και πλέον σε αρκετά μέρη του αναπτυσσόμενου κόσμου, υπεύθυνα για τους περισσότερους θανάτους δεν είναι πια τα μεταδιδόμενα νοσήματα όπως ο HIV και το AIDS ή η ελονοσία, αλλά οι χρόνιες παθήσεις, όπως ασθένειες της καρδιάς και των πνευμόνων, ο καρκίνος και ο διαβήτης.
Πρόκειται για το αποτέλεσμα της ανθυγιεινής δίαιτας, του καπνού και του αλκοόλ, σε συνδυασμό με την έλλειψη σωματικής άσκησης.
Εκτιμάται ότι αυτά τα μη μεταδιδόμενα νοσήματα ευθύνονται για τους δύο στους τρεις θανάτους σε ολόκληρο τον κόσμο.
Το Παγκόσμιο Οικονομικό Φόρουμ έχει χαρακτηρίσει τις μη μεταδιδόμενες ασθένειες ως μία από τις κορυφαίες απειλές της διεθνούς ανάπτυξης, καθώς ανεβάζουν το κόστος της ιατρικής περίθαλψης, αχρηστεύουν εργαζόμενους και οδηγούν σε εξουθενωτική οικονομική αιμορραγία τα νοικοκυριά.
Σύμφωνα με την έκθεση του 2010 υπό τον τίτλο Global Risks, οι ασθένειες αυτές απειλούν την παγκόσμια οικονομική ανάπτυξη πολύ περισσότερο από ό,τι οι δημοσιονομικές κρίσεις, οι φυσικές καταστροφές, η διαφθορά ή τα μεταδοτικά νοσήματα. Μια πρόσφατη έκθεση του πανεπιστημίου Χάρβαρντ και του Παγκόσμιου Οικονομικού Φόρουμ καταγράφει, ότι μέσα στις δύο επόμενες δεκαετίες, τα Μη Μεταδιδόμενα Νοσήματα θα προκαλέσουν στον αναπτυσσόμενο κόσμο οικονομικές απώλειες ύψους 14 τρισ. δολαρίων.
Σύμφωνα με την Παγκόσμια Οργάνωση Υγείας (ΠΟΥ), το 80% των θανάτων από Μη Μεταδιδόμενα Νοσήματα παρατηρούνται τώρα σε χώρες χαμηλού και μεσαίου εισοδήματος, ενώ το 1990 το αντίστοιχο ποσοστό ήταν 40%. Οι άνθρωποι που πάσχουν από αυτά σε χώρες μεσαίου εισοδήματος είναι πάνω από δύο φορές πιθανότερο να πεθάνουν πριν από τα 60 χρόνια τους, συγκρινόμενοι με τους αντίστοιχους των χωρών υψηλού εισοδήματος, ενώ για τις χώρες χαμηλού εισοδήματος το ποσοστό αυτό τετραπλασιάζεται.
Το 90% των παιδιών που πάσχουν από λευχαιμία σε χώρες υψηλού εισοδήματος, μπορούν να θεραπευτούν, αλλά το 90% των παιδιών που πάσχουν από την ίδια ασθένεια σε 25 από τις πιο φτωχές χώρες του κόσμου, πεθαίνουν από αυτήν. Έτσι, μέχρι το 2030, τα μη μεταδιδόμενα νοσήματα θα έχουν αναδειχθεί σε πρώτη αιτία θανάτου και αναπηρίας σε όλες τις περιοχές του κόσμου.
Οι φτωχοί , παρά τις μεγαλοστομίες ,δεν έχουν επωφεληθεί από την οικονομική ανάπτυξη στις αναπτυσσόμενες χώρες. Από το 1981, ο αριθμός του 1,1 δισ. ανθρώπων ανά τον κόσμο, που ζουν με λιγότερο από 1,25 δολάριο την ημέρα, παρέμεινε χονδρικά ο ίδιος, ενώ ποσοστό μεγαλύτερο από τα δύο τρίτα αυτών των ανθρώπων, σήμερα ζουν σε χώρες μεσαίου εισοδήματος. Εν τω μεταξύ, αν και οι δαπάνες για την περίθαλψη, αυξάνονται με βραδείς ρυθμούς στη Λατινική Αμερική, στη Μέση Ανατολή και σε τμήματα της Ασίας, δεν παύουν να παραμένουν αδιανόητα χαμηλές.
Η απελευθέρωση του εμπορίου και η σε αυξημένο βαθμό ενοποίηση των αγορών καπνού, τροφίμων και ποτών, σαρώνουν την υποτυπώδη υποδομή δημόσιας υγείας πολλών αναπτυσσομένων χωρών. Έχοντας να αντιμετωπίσουν τη στασιμότητα στις πωλήσεις τους σε χώρες υψηλού εισοδήματος, οι πολυεθνικές εταιρείες έχουν τώρα στραφεί στις χώρες χαμηλού και μεσαίου εισοδήματος, εγκαινιάζοντας έξυπνες διαφημιστικές καμπάνιες, με σκοπό να τονώσουν την αγορά.
Οι καπνοβιομηχανίες για παράδειγμα, χρησιμοποιούν γιγαντοαφίσες, ήρωες κινουμένων σχεδίων, μουσικές χορηγίες και άλλες μεθόδους, που έχουν απαγορευθεί στο μεγαλύτερο μέρος του ανεπτυγμένου κόσμου.Στόχος τους είναι να δελεάσουν τις γυναίκες, οι οποίες ήταν λιγότερο επιρρεπείς στο κάπνισμα σε σχέση με τους άνδρες.
Με αυτές τις τακτικές, οι πωλήσεις προϊόντων καπνού αυξήθηκαν στην Ασία, στην ανατολική Ευρώπη και στη Λατινική Αμερική. Το ίδιο αναμένεται να συμβεί και στην Αφρική.
Πηγή: euro2day