Στην καρδιά των προβλημάτων της ευρωζώνης, βρίσκεται μια θεμελιώδης αντίφαση. Από τη μία πλευρά, τα οικονομικά μιας νομισματικής ένωσης απαιτούν μια σημαντική ενοποίηση των πολιτικών σε επίπεδο ευρωζώνης, και έναν υψηλό βαθμό οικονομικής πειθαρχίας σε εθνικό επίπεδο. Από την άλλη πλευρά, οι περισσότεροι άνθρωποι στην ευρωζώνη δεν θέλουν να κυβερνώνται από κάποιου είδους «κυβέρνηση της ευρωζώνης». Προτιμούν τις εθνικές δημοκρατίες –του είδους που δυσκολεύονται να επιβάλλουν επαρκή πειθαρχία. Αυτή η αντίφαση είναι τόσο διανοητικά όσο και πολιτικά, δύσκολο να επιλυθεί.
Τρεις βασικές αρχές για μια οικονομικά και πολιτικά βιώσιμη ευρωζώνη, προκύπτουν από αυτή την αντίφαση. Πρώτον, οι χώρες του ενιαίου νομίσματος θα πρέπει να ενοποιηθούν βαθιά εκεί που η ενοποίηση είναι οικονομικά απαραίτητη. Δεύτερον, η ευρωζώνη θα πρέπει να αφήσει όσο το δυνατό περισσότερα στα κράτη-μέλη της. Τρίτον, υπάρχουν τομείς στους οποίους οι δημοκρατίες ίσως να μην είναι σε θέση να εφαρμόσουν πολιτικές που είναι προς το μακροπρόθεσμο όφελος τόσο των μεμονωμένων χωρών όσο και της ευρωζώνης. Σε αυτούς τους τομείς, η ευρωζώνη θα πρέπει να αναθέσει πολιτικές σε ανεξάρτητους εθνικούς φορείς παρά να προσπαθήσει να εφαρμόσει τους ευρωπαϊκούς κανόνες.
Αυτές οι τρεις αρχές υποδηλώνουν ότι οι τραπεζικές και χρηματοπιστωτικές αγορές θα πρέπει να ενοποιηθούν πλήρως. Οι διασυνοριακές χρηματοπιστωτικές ροές είναι ένα φυσικό (και εν μέρει ευπρόσδεκτο) αποτέλεσμα της νομισματικής ενοποίησης. Η χρήσιμη χρηματοπιστωτική ενοποίηση, όπως οι επενδύσεις ιδίων κεφαλαίων πέραν των συνόρων, μπορούν να βοηθήσουν να αμβλυνθούν οι επιπτώσεις των οικονομικών κρίσεων σε μεμονωμένα κράτη-μέλη, καθώς εξαπλώνουν τον «πόνο» αυτών των σοκ στο σύνολο της νομισματικής ένωσης. Αλλά οι κεφαλαιακές ροές μπορούν να αποσταθεροποιηθούν εάν οι εισροές βραχυπρόθεσμου χρέους, τροφοδοτήσουν μη βιώσιμες εκρήξεις. Επιπλέον, ορισμένες τράπεζες είναι στενά συνδεδεμένες με τα κράτη τους. Μπορεί να κατέχουν σημαντικά αποθέματα κρατικών ομολόγων, και η κυβέρνηση μπορεί να κληθεί να διασώσει τις τράπεζες σε μια σοβαρή κρίση. Οι τράπεζες και οι κυβερνήσεις είναι επίσης συνδεδεμένες με τις εθνικές οικονομίες τους, μέσω του δανεισμού και των φόρων αντίστοιχα. Αυτό μπορεί να δημιουργήσει ένα δεσμό μεταξύ των τραπεζών, των κυβερνήσεων και των περιφερειακών τους οικονομιών, όπου η αδυναμία του ενός αποδυναμώνει τους άλλους, σε έναν αυτοτροφοδοτούμενο κύκλο. Η ρύθμιση και η εξυγίανση των τραπεζών, καθώς και η προστασία των καταθετών θα πρέπει να είναι ένα ευρωπαϊκό και όχι εθνικό καθήκον, για την ενίσχυση της σταθερότητας όλης της νομισματικής ένωσης. Οι εθνικές χρηματοπιστωτικές αρχές, θα πρέπει να χαλαρώσουν για να ανοίξει ο δρόμος για ένα πραγματικά ολοκληρωμένο τραπεζικό σύστημα.
Ένα σταθερό επίπεδο ζήτησης είναι πολύ σημαντικό σε μια νομισματική ένωση, καθώς η υπερβολικά χαμηλή ζήτηση μπορεί να οδηγήσει σε περιφερειακές υφέσεις και σε εκτίναξη του χρέους, αποσταθεροποιώντας όλη την ένωση κατά τη διαδικασία. Η ΕΚΤ έχει αποτύχει να διατηρήσει το αναγκαίο επίπεδο της ζήτησης και τον πληθωρισμό στη διάρκεια της κρίσης της ευρωζώνης, και χρειάζεται μια πιο ισχυρή εντολή για να το αποτρέψει αυτό από το να συμβεί στο μέλλον. Μια τέτοια εντολή θα πρέπει να περιλαμβάνει ένα υψηλότερο και πιο συμμετρικό στόχο πληθωρισμού, καθώς και την ρητή ευθύνη για την διατήρηση ενός επαρκούς επιπέδου ζήτησης. Οι εθνικές κεντρικές τράπεζες δεν θα πρέπει πλέον να εμπλέκονται στη νομισματική πολιτική της ευρωζώνης, από τη στιγμή που τείνουν να πολιτικοποιούν τις αποφάσεις κατά μήκος των εθνικών γραμμών.
Οι χώρες στην ευρωζώνη μπορεί να υποστούν «επιθέσεις» στα κρατικά τους ομόλογα (bond runs), παρόμοιο με ένα bank run. Για τις τράπεζες, η λύση εδώ και καιρό είναι να καθιερωθεί ένας δανειστής έσχατης ανάγκης που αποτρέπει μια κρίση τραπεζικής ρευστότητας από το να γίνει σπιράλ αφερεγγυότητας. Οι κυβερνήσεις της ευρωζώνης χρειάζονται ένα δανειστή έσχατης ανάγκης, και η ΕΚΤ ορθώς ανέλαβε δικαίως τον ρόλο αυτό, ανακοινώνοντας το πρόγραμμα ΟΜΤ το καλοκαίρι του 2012.
Όταν οι χώρες εγκαταλείψουν τις ανεξάρτητες νομισματικές τους πολιτικές, πρέπει να χρησιμοποιήσουν εναλλακτικά μακροοικονομικά εργαλεία σταθεροποίησης, όπως δημοσιονομικές και ρυθμιστικές πολιτικές. Στις δημοκρατίες, οι δημοσιονομικές και ρυθμιστικές πολιτικές δεν δρουν πάντα με έναν ισχυρό αντί-κυκλικό τρόπο. Οι δημοσιονομικοί κανόνες είναι ένας τρόπος για να δεθούν τα χέρια της κυβέρνησης και να εφαρμοστούν αντί-κυκλικές πολιτικές αλλά έχουν σημαντικές ελλείψεις. Τείνουν να είναι άκαμπτες και ως εκ τούτου δεν μπορούν να διαχειριστούν την πολυπλοκότητα της χάραξης δημοσιονομικής πολιτικής σε μια νομισματική ένωση. Επιπλέον, οι δημοσιονομικοί κανόνες –ιδιαίτερα εάν εφαρμοστούν από το εξωτερικό- είναι μια ανεπαρκής αντικατάσταση των εθνικών θεσμικών οργάνων, των οποίων τις αποφάσεις είναι γενικά πρόθυμοι να αποδεχθούν πολιτικοί και πολίτες.
Η ευθύνη για να διασφαλιστεί ότι η δημοσιονομική πολιτική είναι ισχυρά αντί-κυκλική και το χρέος βιώσιμο, θα πρέπει να δοθεί σε ανεξάρτητους εθνικούς φορείς. Στην ιδανική περίπτωση, αυτά τα θεσμικά όργανα έχουν μια μακροοικονομική νοοτροπία, υψηλή αξιοπιστία στα μάτια της κοινής γνώμης, και μια ισχυρή πολιτική και θεσμική εντολή για προστασία τόσο της μακροοικονομικής σταθερότητας και της βιωσιμότητας του χρέους. Οι εθνικές κεντρικές τράπεζες –χωρίς μια πραγματική λειτουργία από την εισαγωγή του ευρώ και μετά- βρίσκονται στην ιδανική θέση να αναλάβουν έναν τέτοιο ρόλο. Επιπλέον, η σιωπηρή εντολή των εθνικών κεντρικών τραπεζών –για την εξασφάλιση της μακροοικονομικής σταθερότητας- δεν θα χρειαστεί να αλλάξει, μόνο τα εργαλεία.
Οι macroprudential κανονισμοί αποτελούν το μέρος των χρηματοπιστωτικών κανονισμών που κοιτάζουν πιο μακριά από τις μεμονωμένες τράπεζες στο σύνολο του συστήματος, και εξυπηρετεί τρεις σκοπούς: προστατεύει την σταθερότητα ολόκληρου του χρηματοπιστωτικού συστήματος, βοηθάει να ανακόψει την αποσταθεροποίηση των κεφαλαιακών ροών πέραν των συνόρων, και δρα αντί-κυκλικά για να εξομαλύνει τις διακυμάνσεις στους εθνικούς επιχειρηματικούς κύκλους. Ως εκ τούτου, η macroprudential πολιτική θα πρέπει να είναι η κοινή ευθύνη των εθνικών κεντρικών τραπεζών στο νέο τους ρόλο, όπως υποδηλώνεται παραπάνω, και της ΕΚΤ.
Οι διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις θα πρέπει να παραμείνουν στα χέρια των εθνικών δημοκρατιών. Ενώ είναι αλήθεια πως η ευρωζώνη στο σύνολό της έχει συμφέρον στις καλές διαρθρωτικές πολιτικές σε κάθε κράτος-μέλος, η οικονομική περίπτωση για συγκεντρωτισμό είναι ασθενέστερη από την πολιτική ανάγκη για να παραμείνουν τέτοιες πολιτικές υπό εθνικό δημοκρατικό έλεγχο. Εάν υπάρχει ένας ρόλος για την ΕΕ, είναι εντός των συνηθισμένων αρμοδιοτήτων: να παρέχει μια εξωτερική αξιολόγηση των πολιτικών, και να χρησιμοποιήσει την ενιαία αγορά, τα εργαλεία ανταγωνισμού και την καταναλωτική προστασία, για να διαλυθούν τα κατεστημένα συμφέροντα.
Πηγή:capital