Με άλλα λόγια η Αθήνα θα πρέπει να φροντίσει ώστε να μην εκτροχιαστούν οι ελληνοτουρκικές και ευρωτουρκικές σχέσεις, οι οποίες βρίσκονται σε δοκιμασία καθώς παραπαίει η ευρωτουρκική συμφωνία για το προσφυγικό, και παράλληλα να επιμείνει σταθερά στον ενεργειακό σχεδιασμό που αποβλέπει στην «απεξάρτηση” της Ευρώπης από τους ρωσικούς υδρογονάνθρακες – με την Ανατολική Μεσόγειο ως εναλλακτική πηγή τροφοδοσίας και την Τουρκία ως την πιθανότερη δίοδο προς τις ευρωπαϊκές αγορές.
Στην Ουάσιγκτον έχουν αρκετούς λόγους να ανησυχούν σχετικά. Διότι όχι μόνο οι ευρωτουρκικές σχέσεις επιδεινώνονται, αλλά και διότι στην ίδια την Ανατολική Μεσόγειο επιχειρείται ένας ελιγμός πρώτου μεγέθους: η ενεργειακή συνεργασίαΙσραήλ– Ρωσίας.
Τα συμφραζόμενα είναι σαφή. Η Μόσχα με διάφορους τρόπους διαμηνύει ότι δεν προτίθεται να δεσμευθεί σε μιαν αποκλειστική σχέση με το «σιιτικό τόξο” στη Μέση Ανατολή” (Τεχεράνη, Βαγδάτη, Δαμασκός, Χεζμπολλάχ), αλλά επιδιώκει έναν ποιο ευέλικτο ρόλο, που θα της αφήνει ανοικτούς διαύλους συνεργασίας με τη Σαουδική Αραβία, ρυθμιστή των πετρελαϊκών τιμών στη διεθνή αγορά, και τοΙσραήλ.
Άλλωστε, το αντίστροφο επιχειρείται και από την πλευρά του Ιράν, το οποίο, μολονότι εμπιστεύεται λ.χ. την άμυνά του στους ρωσικούς πυραύλους S-300, δεν παύει , στη νέα περίοδο που άνοιξε η διεθνής συμφωνία για το πυρηνικό του πρόγραμμα. να αναζητεί παντοιοτρόπως μορφές συνεργασίας, πρωτίστως οικονομικής, με τη Δύση.
«Ο Assad δεν είναι σύμμαχός μας με τον τρόπο που η Τουρκία είναι σύμμαχος των ΗΠΑ στο ΝΑΤΟ” δήλωσε χαρακτηριστικά ο Ρώσος υπουργός Εξωτερικών Sergei Lavrov, σε μια αποστροφή του που φαινομενικώς απέβλεπε στο να ψέξει την απάθεια των Δυτικών δυνάμεων στην τουρκική προκλητικότητα. Αλλά το μήνυμα ήταν σαφές. Η Μόσχα ενδιαφέρεται να πληγεί ο τζιχαντισμός που απειλεί και την ίδια, καθώς και να μην καταλυθεί το συριακό κράτος κατά το προηγούμενο της Λιβύης. Κατά τα λοιπά, η επέμβασή της στη Συρία αποβλέπει ακριβώς στη διεύρυνση του εύρους των πιθανών εταίρων της στην Μέση Ανατολή, όχι στον περιορισμό τους με «αποκλειστικές προσδέσεις”.
Αυτό ακριβώς φαίνεται να συμβαίνει με το Ισραήλ – το οποίο, σημειωτέον, περνά μία από τις πιο δύσκολες περιόδους στην «ειδική σχέση” του με τις ΗΠΑ.
Η κακή προσωπική χημεία μεταξύ του Barack Obama και του Binyamin Netanyahu, αποτυπωμένη και στην ανοικτή παρέμβαση του Ισραηλινού πρωθυπουργού υπέρ του Ρεπουμπλικανού υποψηφίου στις αμερικανικές προεδρικές εκλογές του 2012, η απογοήτευση του State Department για το ότι το εβραϊκό κράτος δεν δείχνει ούτε προσχηματικό ενδιαφέρον για την αναβίωση της ειρηνευτικής διαδικασίας με τους Παλαιστίνιους, και κυρίως η επιλογή της Ουάσιγκτον να υποστηρίζει τη συμφωνία με το Ιράν για το πυρηνικό του πρόγραμμα ρίχνουν βαριά σκιά.
Είναι χαρακτηριστικό ότι και στις διαπραγματεύσεις για το νέο δεκαετές πακέτο αμερικανικής στρατιωτικής βοήθειας προς το Ισραήλ, το οποίο κατά τον Λευκό Οίκο θα ξεπερνά κάθε προηγούμενο, παρατηρείται εμπλοκή. Η ισραηλινή πλευρά ζητά αύξηση από τα 30 σε περίπου 40 δισ. δολάρια, με μόνιμη χρηματοδότηση του αντιπυραυλικού του συστήματος, ενώ οι Αμερικανοί θέτουν ως όρο την σταδιακή, μέχρι το τέλος της δεκαετίας, διοχέτευση του συνόλου του ποσού σε αμερικανικές και όχι ισραηλινές αμυντικές βιομηχανίες.
Είναι σε αυτό το πλαίσιο που ο Vladimir Putin δέχθηκε τον Απρίλιο κεκλεισμένων των θυρών τον Netanyahu και πρόκειται να δεχθεί εκ νέου σε επίσημη επίσκεψη τον Ιούνιο – με τις φήμες να θέλουν τον ισραηλινό πρωθυπουργό έτοιμο να βγάλει από την «κατάψυξη” την παλαιότερη ρωσική πρόταση για συμμετοχή τηςGazprom στην αξιοποίηση των υδρογονανθράκων της θαλάσσιας δικαιοδοσίας του Ισραήλ.
Οι επαφές των δύο ανδρών το τελευταίο διάστημα υπήρξαν συχνές. Άλλωστε ο Netanyahu υπήρξε ο πρώτος ηγέτης που έσπευσε στη Ρωσία (συνοδευόμενος από τον αρχηγό του Γενικού Επιτελείου και τον επικεφαλής των μυστικών υπηρεσιών), μόλις η ρωσική αεροπορία εγκαταστάθηκε στις συριακές ακτές. Το αποτέλεσμα εκείνης της επίσκεψης ήταν να συμφωνηθεί ο συντονισμός των δύο πλευρών ώστε να μην υπάρξουν, όπως και δεν υπήρξαν, περιστατικά σαν την κατάρριψη του ρωσικού Suhoi-34 από την Τουρκία τον Νοέμβριο.
Το κύριο μυστικό της συνεννόησης των δύο πλευρών ήταν ωστόσο η διαβεβαίωση του Putin ότι η επέμβαση στη Συρία δεν ισοδυναμεί με υποστήριξη της Χεζμπολλάχ, την οποία το εβραϊκό κράτος διατήρησε τη δυνατότητα να πλήττει και στη συριακή επικράτεια, προφανώς με τη ρωσική ανοχή. Ο προ ημερών φόνος του επικεφαλής του στρατιωτικού σκέλους της Χεζμπολλάχ, Mustafa Badreddine κοντά στο αεροδρόμιο της Δαμασκού γεννά υποψίες – όσο και αν η λιβανική σιιτική οργάνωση τον αποδίδει σε πλήγμα ισλαμιστών ανταρτών και όχι σε ισραηλινό αεροπορικό πλήγμα.
Η ρωσο-ισραηλινή συνεννόηση μπορεί όμως να αναβαθμιστεί θεαματικά, εάν ευοδωθεί το σενάριο της απόκτησης από τη Gazprom του 30% της κοινοπραξίας που θα αξιοποιήσει το μεγάλο κοίτασμα φυσικού αερίου Leviathan. H πρόταση εκκρεμεί από το 2012, ενώ το επόμενο έτος ο ρωσικός κολοσσός υπέγραψε συμφωνία υγροποίησης φυσικού αερίου από το κοίτασμα Tamar, που όμως αποφασίσθηκε κατόπιν να τροφοδοτήσει εξολοκλήρου την εγχώρια αγορά του Ισραήλ.
Σε ένα περιβάλλον στενότητας στην εξεύρεση κεφαλαίων και αδυναμίας αλλαγής του ρυθμιστικού πλαισίου στην ενέργεια, λόγω παρεμβάσεων του ισραηλινού Ανώτατου Δικαστηρίου, η ρωσική πρόταση γίνεται αίφνης δελεαστική για την κυβέρνηση Netanyahu. Τα μεγαλύτερα πλεονεκτήματά της, όμως, αφορούν τη γεωπολιτική διάσταση. Το Ισραήλ, και δη το στρατιωτικό του κατεστημένο, δεν εμπιστεύεται την εξάρτηση των εξαγωγών του από την «τουρκική οδό” – πόσω μάλλον που η διαρκώς προαναγγελλόμενη αποκατάσταση των σχέσεων με την Άγκυρα (μεγάλο προστάτη της Χαμάς) δεν έχει ακόμη υλοποιηθεί.
Για τη α,Μόσχa πάλι, η είσοδος στην Ανατολική Μεσόγειο ακυρώνει την προσπάθεια αποκλεισμού της από την ευρωπαϊκή αγορά και κυρίως διατηρεί την εξάρτηση της Τουρκίας από τη ρωσική τροφοδοσία.
Πρόκειται για έναν ελιγμό που η Ουάσιγκτον έχει πολλούς λόγους να μην επιθυμεί.
Πηγή:capital