Η ανησυχία στην Φρανκφούρτη (ΕΚΤ) είναι έντονη για τις ενδεχόμενες συνέπειες ενός «ατυχήματος» στη διαπραγμάτευση στο ελληνικό πρόγραμμα.
Η ανησυχία αυτή δεν αφορά μόνο το ενδεχόμενο μπλοκάρισμα στο ελληνικό πρόγραμμα, αλλά – κυρίως – συνδέεται με το ότι ένα τέτοιο γεγονός στο τρέχον διεθνές περιβάλλον θα πολλαπλασίαζε κατακόρυφα, σε αρνητική κατεύθυνση τις αντιδράσεις των αγορών απέναντι στην Ευρωζώνη συνολικά, λόγω της εκτεταμένης ευπάθειας στο… μαλακό υπογάστριό της, την Ιταλία και την Πορτογαλία.
Όπως υποστήριξε στο Capital.gr αρμόδιος υπηρεσιακός παράγοντας της ΕΚΤ, «οι αλλαγές στο πεδίο της νομισματικής και της δημοσιονομικής πολιτικής στις ΗΠΑ, αλλάζουν δραματικά το διεθνές περιβάλλον” και βρίσκουν την Ευρωζώνη σε μία στιγμή «υψηλής ευπάθειας” στο τραπεζικό σύστημα (σ.σ. Ιταλία, Πορτογαλία) αλλά και στο επίπεδο του χρέους συνολικά.
Οι ανησυχίες αυτές έχουν τεθεί υπόψη των Υπ. Οικονομικών, ιδιαίτερα μετά το τελευταίο ΔΣ της ΕΚΤ.
Η υπόθεση της Ελλάδας είναι ένα ανοικτό μέτωπο που κατά τους αξιωματούχους της ΕΚΤ πρέπει να κλείσει άμεσα. Και για να γίνει αυτό θα πρέπει «να ικανοποιηθεί η απαίτηση του ΔΝΤ” όσον αφορά τις εγγυήσεις που ζητά για τη συμμετοχή του στο πρόγραμμα.
Οι συζητήσεις αυτές έχουν γίνει μεταξύ Λαγκάρντ – Σόιμπλε – Ντράγκι.
Χωρίς αυτό να λέγεται ευθέως από την πλευρά της ΕΚΤ, εν τούτοις υπάρχει η εκτίμηση – την οποία συμμερίζεται και η Κομισιόν – ότι η επιβεβαίωση του πακέτου των μεσοπρόθεσμων μέτρων για το χρέος σε συνδυασμό με την περιγραφή των μέτρων που θα περιλαμβάνει ο «κόφτης” για τη διασφάλιση των πρωτογενών πλεονασμάτων (3,5% του ΑΕΠ), θα μπορούσε να αποτελεί εγγύηση για το ΔΝΤ του οποίου οι αποπληρωμές λήγουν το 2023.
Στην περίπτωση αυτή το ενδεχόμενο συμφωνίας μέχρι τις 20 Φεβρουαρίου θα μπορούσε να δρομολογήσει την έναρξη συζήτησης στο ΔΣ της ΕΚΤ για το αν και πώς θα μπορούσε η Ελλάδα να συμπεριληφθεί στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης, γεγονός που θα λειτουργήσει καθησυχαστικά για τις αγορές συναλλάγματος και ομολόγων.
Το χρονικό όριο του 2023 που αποπληρώνεται το τελευταίο μεγάλο ποσό (1,3 δισ. δολ.) προς το ΔΝΤ θα μπορούσε κατά τις ίδιες εκτιμήσεις να καλυφθεί με διπλό τρόπο:
• από τη μία με τη διασφάλιση της υποχρέωσης για πρωτογενή πλεονάσματα της τάξης του 3,5% του ΑΕΠ για πέντε χρόνια (2023) και
• από την άλλη με την επιβεβαίωση των μέτρων μεσοπρόθεσμης παρέμβασης για το χρέος στα οποία περιλαμβάνεται η πρόβλεψη για δέσμευση των «κερδών” από τα ελληνικά ομόλογα που κατέχουν οι κεντρικές τράπεζες (ANFAs, SMPs) για την εξυπηρέτηση του χρέους προς το ΔΝΤ…
Αυτός ο συνδυασμός προϋποθέτει ότι η ελληνική κυβέρνηση θα δεχθεί«λεπτομερή περιγραφή” των μέτρων που θα περιλαμβάνει ο «κόφτης” ο οποίος θα ισχύσει μετά το 2018 και για πέντε χρόνια.
Σύμφωνα με σημερινές δηλώσεις του αναπληρωτή Υπ. Εξωτερικών κ. Κατρούγκαλου η «λεπτομερής περιγραφή” των μέτρων είναι μέσα στα όρια των κυβερνητικών προθέσεων, δεδομένου ότι όπως υποστήριξε ο ίδιος δεν θα χρειασθεί να εφαρμοσθούν ποτέ αφού ο στόχος του 3,5% μπορεί να επιτευχθεί χωρίς νέα μέτρα…
Την άποψη αυτή του κ. Κατρούγκαλου επιβεβαιώνουν υπηρεσιακά στελέχη του ΥΠΟΙΚ, τα οποία παραδέχονται ότι ήδη η δουλειά που γίνεται στις αρμόδιες υπηρεσίες έχει φτάσει στο σημείο να καταρτίσει λεπτομερειακά εναλλακτικά σενάρια για το πως θα καλυφθούν μεσοπρόθεσμα οι στόχοι αυτοί τόσο από το φορολογικό κομμάτι όσο και από το κομμάτι των δημοσίων δαπανών (συντάξεις).
Πηγή capital