«Φτιάξτε ένα δίκαιο και αναλογικό ασφαλιστικό σύστημα. Είναι θέμα κοινωνικής δικαιοσύνης, δεν μπορεί πλέον το κράτος να δίνει μεγάλες συντάξεις με 15 χρόνια εργασίας ή συντάξεις με ποσοστά αναπλήρωσης που φτάνουν ή και ξεπερνούν τον μισθό, αφού όλα αυτά υπονομεύουν τους μελλοντικούς συνταξιούχους».
Αυτό είναι το μήνυμα που στέλνει το μέλος του κουαρτέτου και επικεφαλής της Διεύθυνσης Στρατηγικής Νομισματικής Πολιτικής της ΕΚΤ, Rasmus Rüffer στη συνέντευξη που έδωσε στο «ΘΕΜΑ» σε μια κρίσιμη συγκυρία, καθώς σε λίγες μέρες ξεκινά η διαπραγμάτευση με την κυβέρνηση.
Ο τεχνοκράτης της ΕΚΤ επισημαίνει ότι ο μεγαλύτερος κίνδυνος για τη χώρα είναι να μην υλοποιήσει τα μέτρα που υιοθέτησε, ενώ απαντά στην κριτική για την ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών, τονίζοντας ότι κατέστη αναγκαία επειδή εκτροχιάστηκε η ελληνική οικονομία κατά το πρώτο εξάμηνο του 2015. Αναδεικνύει σε πρώτη προτεραιότητα την αντιμετώπιση των κόκκινων δανείων, η οποία θα γίνει μέσα στους ισολογισμούς των τραπεζών, αλλά αναφέρει πως υπάρχουν περιπτώσεις κόκκινων δανείων που θα χρειαστεί να πουληθούν.
Ο κ. Rüffer τονίζει ότι η Ελλάδα θα χρειαστεί να τηρήσει συνετή δημοσιονομική πολιτική και μετά τη λήξη του μνημονίου, ενώ τονίζει την αναγκαιότητα υιοθέτησης ενός ευέλικτου εργασιακού πλαισίου για την αντιμετώπιση της ανεργίας. Αποδέχεται ότι οι Ελληνες καταβάλλουν υψηλούς φόρους χωρίς να απολαμβάνουν ανάλογης ποιότητας υπηρεσίες από το Δημόσιο και επισημαίνει ότι πρέπει να συνεχιστεί η προσπάθεια εκσυγχρονισμού του δημόσιου τομέα.
Το στέλεχος της ΕΚΤ θέτει σε ρεαλιστική βάση τον πήχη των προσδοκιών για τη ρύθμιση του δημόσιου χρέους, κάτι που ωστόσο θεωρεί επιβεβλημένο και περιγράφει ένα μοντέλο με λίγο μικρότερα επιτόκια, μεγαλύτερες περιόδους χάριτος και αξιοποίηση των κερδών του ευρωσυστήματος από τα ελληνικά ομόλογα.
Επίσης προαναγγέλλει -με την ολοκλήρωση της πρώτης αξιολόγησης- ότι η ΕΚΤ θα εξετάσει την επαναφορά του waiver και την ένταξη των ελληνικών ομολόγων στο πρόγραμμα QE, ενώ απευθύνει έκκληση να εφαρμοστούν οι μεταρρυθμίσεις που ψηφίζει η Βουλή.
– Oι δύο δέσμες των προαπαιτούμενων ολοκληρώθηκαν, αλλά σε λίγες ημέρες πρόκειται να ξεκινήσει η αξιολόγηση. Ποιες θα είναι οι κύριες προκλήσεις; Πόσο αισιόδοξος είστε ότι η αξιολόγηση θα ολοκληρωθεί σύμφωνα με το προβλεπόμενο χρονοδιάγραμμα;
Για αρκετούς αποτέλεσε θετική έκπληξη η πρόσφατη, σχετικά ομαλή ολοκλήρωση των δύο δεσμών προαπαιτούμενων. Η ελληνική κυβέρνηση επέδειξε, ως έναν ορισμένο βαθμό, προσήλωση στην εντολή της να εφαρμόσει το μνημόνιο συνεννόησης που συμφωνήθηκε τον περασμένο Αύγουστο με τις υπόλοιπες κυβερνήσεις της ζώνης του ευρώ. Θέλω να πιστεύω ότι αυτή η προσήλωση θα διατηρηθεί και ότι η πρώτη αξιολόγηση θα ολοκληρωθεί σε εύλογο χρονικό πλαίσιο. Φυσικά υπάρχουν αρκετές προκλήσεις. Ενα από τα σημαντικότερα θέματα της πρώτης αξιολόγησης, το οποίο είναι ταυτόχρονα και το πιο ευαίσθητο από πολιτική άποψη, είναι η μεταρρύθμιση του συνταξιοδοτικού συστήματος. Είναι σημαντικό να τονιστεί ότι αυτό δεν αφορά απλώς την επίτευξη των συμφωνηθέντων δημοσιονομικών στόχων. Αφορά τον σχεδιασμό ενός βιώσιμου συστήματος, δηλαδή ενός συστήματος το οποίο μπορεί να διασφαλίσει ότι η δυνατότητα να λαμβάνουν οι άνθρωποι επαρκή σύνταξη θα εξακολουθήσει να υπάρχει και στο μέλλον χωρίς να επιβαρύνεται υπέρ το δέον το ενεργό εργατικό δυναμικό. Ως εκ τούτου, σε τελική ανάλυση είναι και θέμα κοινωνικής δικαιοσύνης – ιδίως σε ό,τι αφορά τις νεότερες γενεές.
– Αν υποθέσουμε ότι καθυστερεί η επίτευξη συμφωνίας στο πλαίσιο της αξιολόγησης, μέχρι πότε επαρκεί η ρευστότητα του ελληνικού κράτους για την κάλυψη των υποχρεώσεών του;
Παρά τις προσπάθειές της να βελτιωθεί η δημοσιονομική θέση της Ελλάδας, επί του παρόντος η ελληνική κυβέρνηση, προκειμένου να είναι σε θέση να λειτουργήσει αποτελεσματικά και να στηρίξει την οικονομική ανάπτυξη, εξακολουθεί να χρειάζεται χρηματοδότηση για να καλύψει τις δαπάνες της, οι οποίες υπερβαίνουν τα έσοδα. Υπάρχει πάντα η πιθανότητα να καθυστερήσουν κάποιες δημόσιες επενδύσεις και με αυτόν τον τρόπο να «κερδηθεί λίγος χρόνος». Ομοίως, η κυβέρνηση μπορεί να καθυστερήσει περαιτέρω τις πληρωμές προς ιδιώτες προμηθευτές με αποτέλεσμα να αυξηθούν οι ληξιπρόθεσμες οφειλές του Δημοσίου. Ωστόσο, αν δεν λειτουργούν οι δημόσιες υποδομές και αν δεν καταβάλλονται οι οφειλές από το κράτος, θα είναι πολύ δύσκολο για τον ιδιωτικό τομέα να δημιουργήσει ανάπτυξη και θέσεις εργασίας. Ως εκ τούτου, είναι προς όφελος της ελληνικής οικονομίας και της κοινωνίας εν γένει η αξιολόγηση να ολοκληρωθεί το συντομότερο δυνατόν και, πέραν αυτού, να επιτευχθούν οι δημοσιονομικοί στόχοι.
Σύστημα με κίνητρα για εργασία
– Αναφέρατε την ανάγκη μεταρρύθμισης του συνταξιοδοτικού συστήματος. Από το 2010 οι συντάξεις έχουν ήδη περικοπεί πολλές φορές. Τι άλλο χρειάζεται ώστε το σύστημα να καταστεί βιώσιμο;
Είναι αλήθεια ότι έχει ήδη υλοποιηθεί σειρά μεταρρυθμίσεων του συνταξιοδοτικού συστήματος. Με τις μεταρρυθμίσεις αυτές επιτεύχθηκε αξιοσημείωτη βελτίωση της μακροπρόθεσμης βιωσιμότητας του συστήματος. Ωστόσο, δεν αντιμετωπίστηκαν ορισμένα καίρια ζητήματα, όπως τα σημαντικά χρηματοδοτικά κενά τις δύο ερχόμενες δεκαετίες. Επιπλέον, η απόφαση που έλαβε πέρυσι το συνταγματικό δικαστήριο σχετικά με τις παλαιότερες μεταρρυθμίσεις υποδηλώνει την ανάγκη επανεξέτασης ορισμένων ζητημάτων.
Η μεταρρύθμιση του συνταξιοδοτικού είναι ένα πολυσύνθετο και ιδιαίτερα τεχνικό ζήτημα το οποίο τελικά επηρεάζει άμεσα τους πάντες: όσους λαμβάνουν σύνταξη σήμερα, όσους πληρώνουν γι’ αυτές τις συντάξεις και όσους αναμένουν να πάρουν σύνταξη κάποια στιγμή στο μέλλον. Ως εκ τούτου, είναι σημαντικό να βρεθεί λύση με την οποία θα εξισορροπούνται τα διαφορετικά συμφέροντα με δίκαιο τρόπο.
Tαυτόχρονα, πρέπει να διασφαλιστεί ότι ο σχεδιασμός του συστήματος θα παρέχει επαρκή κίνητρα στους ανθρώπους για εργασία, στις επιχειρήσεις για τη δημιουργία θέσεων εργασίας και τόσο στους ανθρώπους όσο και στις επιχειρήσεις για την καταβολή των αντίστοιχων εισφορών στο σύστημα. Επί του παρόντος αυτό δεν ισχύει σε όλες τις περιπτώσεις, καθώς πολλοί συνταξιούχοι έχουν καταβάλει εισφορές μόλις 15 χρόνια και ταυτόχρονα απολαμβάνουν πολύ γενναιόδωρες παροχές πρόωρης συνταξιοδότησης.
Προκειμένου ένα σύστημα να είναι βιώσιμο και δίκαιο, είναι σημαντικό να διασφαλίζεται υψηλός βαθμός αναλογικότητας μεταξύ της σύνταξης που παίρνει κάποιος και των εισφορών που είχε καταβάλει στη διάρκεια του εργασιακού του βίου. Επί πολλές δεκαετίες το ελληνικό συνταξιοδοτικό σύστημα δεν τήρησε αυτόν τον απλό κανόνα.
Σε υπερβολικά πολλές περιπτώσεις δόθηκαν συντάξεις με βάση δυσανάλογα υψηλά ποσοστά αναπλήρωσης και δυσανάλογα υψηλούς συντελεστές συσσώρευσης, οι οποίες υπερβαίνουν κατά πολύ αυτές που θα πάρει η σημερινή γενιά εργαζομένων. Είναι σημαντικό να αναγνωριστεί ότι αυτές οι προκλήσεις σε καμία περίπτωση δεν αφορούν αποκλειστικά την Ελλάδα: σε όλες τις χώρες της ζώνης του ευρώ έχει ήδη πραγματοποιηθεί ή βρίσκεται σε εξέλιξη η μεταρρύθμιση του συνταξιοδοτικού συστήματος ώστε να είναι βιώσιμο.
– Ποιοι είναι οι κύριοι στόχοι της μεταρρύθμισης του Φορολογικού Κώδικα; Δεν υπερφορολογούνται ήδη οι Ελληνες;
Τα διάφορα μνημόνια, συμπεριλαμβανομένου του τρέχοντος, περιλαμβάνουν μεταρρυθμίσεις που αποσκοπούν στον εκσυγχρονισμό του ελληνικού φορολογικού συστήματος. Με αυτόν τον τρόπο τού προσδίδουν περισσότερη διαφάνεια και το καθιστούν πιο εύχρηστο. Το τρίτο πρόγραμμα περιλαμβάνει διάφορες ενέργειες που αποσκοπούν στην ολοκλήρωση των απαιτούμενων μεταρρυθμίσεων του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος.
Ενα εξίσου σημαντικό στοιχείο είναι ότι τα προγράμματα έχουν επίσης οδηγήσει στον εκσυγχρονισμό του κώδικα φορολογικών διαδικασιών. Χάρη σε αυτή την εξέλιξη, η φορολογική διοίκηση διαθέτει πλέον ένα βελτιωμένο σύνολο εργαλείων. Αυτό ακούγεται αφηρημένο και σύνθετο και ως έναν βαθμό είναι. Οπως όμως συμβαίνει και με τη μεταρρύθμιση του συνταξιοδοτικού, έχει πραγματικές συνέπειες καθώς θα επιτρέψει την αποτελεσματική και πάνω απ’ όλα δίκαιη λειτουργία και εφαρμογή της φορολογικής νομοθεσίας.
Αυτές οι μεταρρυθμίσεις σε συνδυασμό με τη θέσπιση ανεξάρτητης υπηρεσίας εσόδων, όταν υλοποιηθούν σωστά, θα διασφαλίσουν ότι το φορολογικό βάρος θα κατανέμεται δίκαια ούτως ώστε όλοι να συμβάλλουν κατά τα προβλεπόμενα. Επί του παρόντος πλήττονται οι έντιμοι φορολογούμενοι καθώς οι φορολογικοί συντελεστές ενδέχεται να είναι υψηλότεροι απ’ ό,τι θα απαιτούνταν αν όλοι κατέβαλλαν κανονικά τους φόρους τους.
– Οι στόχοι που αφορούν τις ιδιωτικοποιήσεις δεν είναι υπερβολικά υψηλοί; Ειδικά τώρα που το ποσοστό συμμετοχής του Δημοσίου στο μετοχικό κεφάλαιο του τραπεζικού συστήματος έχει μειωθεί σημαντικά;
Είναι σημαντικό να τονιστεί ότι στόχος του προγράμματος ιδιωτικοποιήσεων δεν είναι μόνο να αποφέρει έσοδα στο κράτος, αλλά -και αυτό είναι πιο σημαντικό- ότι μπορεί να θεωρηθεί πολύ σημαντική διαρθρωτική μεταρρύθμιση.
Με τη συμμετοχή του ιδιωτικού τομέα σε θέματα τεχνογνωσίας, διακυβέρνησης, αλλά και χρηματοδότησης, η αξία αυτών των περιουσιακών στοιχείων μπορεί να ενισχυθεί, με αποτέλεσμα να μεγιστοποιηθούν τα οφέλη τα οποία μπορεί να αντλήσει από αυτά η ελληνική κοινωνία. Η προσέλκυση ξένων επενδύσεων έχει το πρόσθετο πλεονέκτημα ότι συντελεί στη χαλάρωση των αυστηρών περιορισμών στη χρηματοδότηση, τους οποίους προς το παρόν αντιμετωπίζει η ελληνική οικονομία.
Επιπλέον, το κομμάτι των εσόδων που μπορεί να χρησιμοποιηθεί για αναπτυξιακές επενδύσεις θα στηρίξει άμεσα την ανάπτυξη και την απασχόληση χωρίς να δημιουργείται πρόσθετο χρέος. Οι βασικές παράμετροι του προγράμματος ιδιωτικοποιήσεων συμφωνήθηκαν από τους Ευρωπαίους ηγέτες, συμπεριλαμβανομένου του Ελληνα πρωθυπουργού, στη σύνοδο κορυφής της ζώνης του ευρώ τον Ιούλιο του 2015.
Μία απ’ αυτές τις παραμέτρους είναι ότι με την αξιοποίηση των περιουσιακών στοιχείων θα πρέπει στη διάρκεια ζωής του νέου δανείου του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Σταθερότητας να αντληθούν συνολικά 50 δισ. ευρώ. Τόσο αυτή όσο και οι υπόλοιπες παράμετροι της συμφωνίας συνιστούν το πλαίσιο των συζητήσεών μας με τις ελληνικές αρχές.
Η ελάφρυνση του χρέους
– Αν υποθέσουμε ότι όλα προχωρούν σύμφωνα με το χρονοδιάγραμμα, οι συζητήσεις σχετικά με την ελάφρυνση του χρέους θα ξεκινήσουν κάποια στιγμή. Τι μορφή πιστεύετε ότι θα πάρει αυτή η ελάφρυνση;
Οι ηγέτες της ζώνης του ευρώ αναγνώρισαν ξεκάθαρα ότι υπάρχουν σοβαρές ανησυχίες σχετικά με τη βιωσιμότητα του ελληνικού χρέους. Επίσης εξέφρασαν την πρόθεσή τους να εξετάσουν μέτρα για τη βελτίωση της βιωσιμότητάς του εφόσον ολοκληρωθεί με επιτυχία η πρώτη αξιολόγηση του προγράμματος.
Αξίζει να επισημάνει κανείς ότι έχει ήδη υπάρξει ελάφρυνση του ελληνικού χρέους από τους ιδιώτες επενδυτές το 2012. Επιπλέον, σημαντική πρόσθετη ελάφρυνση παρασχέθηκε και από τα κράτη-μέλη της ζώνης του ευρώ διαμέσου των ιδιαίτερα ευνοϊ¬κών όρων του προγράμματος οικονομικής στήριξης. Αυτό σημαίνει ότι οι ανάγκες εξυπηρέτησης του χρέους είναι ήδη χαμηλότερες για την Ελλάδα απ’ ό,τι για κάποιες άλλες χώρες-μέλη της ζώνης του ευρώ με χαμηλότερα επίπεδα ονομαστικού χρέους.
Ωστόσο, παρά τους βραχυπρόθεσμους αυτούς ελαφρυντικούς παράγοντες, εξακολουθούν να υπάρχουν σοβαρές ανησυχίες σχετικά με τη μακροπρόθεσμη βιωσιμότητα του χρέους. Εναπόκειται στα κράτη-μέλη της ζώνης του ευρώ να αποφασίσουν τους κατάλληλους όρους τυχόν περαιτέρω μέτρων ελάφρυνσης του χρέους.
Κατέστη σαφές ότι το κούρεμα του ονομαστικού χρέους δεν συγκαταλέγεται στις υπό εξέταση επιλογές. Επιπλέον, το περιθώριο για περαιτέρω μειώσεις των επιτοκίων είναι περιορισμένο επειδή τα επιτόκια που ισχύουν για μεγάλα τμήματα του χρέους βρίσκονται ήδη πολύ κοντά στο κόστος δανεισμού του αντίστοιχου δανειστή. Μεγαλύτερο περιθώριο υπάρχει σε ό,τι αφορά τις περιόδους χάριτος και αποπληρωμής. Ετσι μειώνεται η πραγματική επιβάρυνση για την εξυπηρέτηση του χρέους, τόσο μέσω της περαιτέρω μείωσης της σημερινής αξίας του χρέους όσο και μέσω της διασφάλισης ενός λογικού πλαισίου ετήσιων ακαθάριστων χρηματοδοτικών αναγκών διαχρονικά.
Τα κράτη-μέλη ενδέχεται επίσης να εξετάσουν μέτρα συνοδευόμενα από συγκεκριμένους όρους, τα οποία επηρεάζουν άμεσα την επιβάρυνση για την εξυπηρέτηση του χρέους, όπως οι ρυθμίσεις τις οποίες προέβλεπε το προηγούμενο πρόγραμμα. Προς τον σκοπό αυτό, θα μπορούσαν να χρησιμοποιήσουν ποσά που ισοδυναμούν με τα κέρδη από τους τίτλους του Ελληνικού Δημοσίου που κατέχει το Ευρωσύστημα, και τα οποία τους έχουν κατανεμηθεί από τις οικείες εθνικές κεντρικές τράπεζες.
– Κάποια στιγμή τα ελληνικά προγράμματα θα τελειώσουν. Πιστεύετε ότι η ελάφρυνση του χρέους θα συνοδεύεται από προϋποθέσεις προκειμένου να αποφευχθεί το ενδεχόμενο η Ελλάδα να επιστρέψει στις εσφαλμένες πρακτικές του παρελθόντος;
Τυχόν μέτρα ελάφρυνσης του χρέους που ενδέχεται να εγκριθούν από τους Ευρωπαίους εταίρους της Ελλάδας θα έχουν αποτέλεσμα μόνο αν η ελληνική κυβέρνηση ολοκληρώσει με επιτυχία το κομμάτι που της αναλογεί για τη διασφάλιση της βιωσιμότητας του χρέους. Αυτό σημαίνει συνεχιζόμενη άσκηση συνετής δημοσιονομικής πολιτικής.
Ενα στοιχείο το οποίο είναι εξίσου σημαντικό είναι ότι η κυβέρνηση πρέπει να δημιουργήσει συνθήκες οικονομικής ανάπτυξης μέσω διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων και δημοσιονομικών πολιτικών που ευνοούν την ανάπτυξη. Η υγιής ανάπτυξη είναι η καλύτερη συνταγή για να καταστεί βιώσιμο το χρέος.
Είναι προς το συμφέρον όλων να διασφαλιστεί ότι κάθε μέτρο ελάφρυνσης του χρέους θα συνοδεύεται από ισοδύναμες προσπάθειες της ελληνικής κυβέρνησης. Αν αυτό δεν μπορεί να εξασφαλιστεί, πιθανόν να εξακολουθήσουν να υπάρχουν ανησυχίες σχετικά με τη βιωσιμότητά του και να παραμείνει δύσκολο να εκδηλωθούν οι θετικές επιδράσεις στην εμπιστοσύνη που έχουν τόσο μεγάλη σημασία για την ανάπτυξη.
– Ποιες θεωρείτε πως είναι οι προϋποθέσεις για τη συμμετοχή του ΔΝΤ στο πρόγραμμα;
Δεν μπορώ να μιλήσω για λογαριασμό του ΔΝΤ. Επιτρέψτε μου μόνο να πω ότι από την πλευρά μας θεωρούμε ότι ο ρόλος του ΔΝΤ στα προγράμματα οικονομικής στήριξης της Ελλάδας ήταν πολύ θετικός. Το ΔΝΤ διαθέτει σημαντική τεχνογνωσία σε ό,τι αφορά τον σχεδιασμό και την παρακολούθηση προγραμμάτων οικονομικής στήριξης. Συνεπώς, η πλήρης συμμετοχή του θα ήταν ιδιαιτέρως επιθυμητή.
Η αγορά εργασίας
– Ας περάσουμε στη μεταρρύθμιση της αγοράς εργασίας. Πότε θα συζητηθεί αυτό το θέμα;
Η ανεργία -ιδίως η ανεργία των νέων- παραμένει σε σαφώς απαράδεκτα επίπεδα στην Ελλάδα. Το κοινωνικό και οικονομικό κόστος είναι τεράστιο. Ως εκ τούτου, ένας από τους βασικούς στόχους του προγράμματος είναι η δημιουργία θέσεων εργασίας και η επαναφορά αυτών των ανθρώπων σε επικερδή απασχόληση. Αυτό θα επιτευχθεί αν μπουν τα θεμέλια για την επιστροφή σε εύρωστη και διατηρήσιμη οικονομική ανάπτυξη.
Ομως η ανάπτυξη θα απογειωθεί και θα ωφελήσει τους σημερινούς ανέργους μόνο αν οι επιχειρήσεις προτίθενται να τους προσλάβουν. Εδώ έρχονται οι μεταρρυθμίσεις στην αγορά εργασίας. Ενας από τους στόχους είναι η εξάλειψη των εμποδίων που ενδέχεται να αποτρέπουν τις επιχειρήσεις να προχωρήσουν σε προσλήψεις.
Ας υποθέσουμε ότι μια εταιρεία καταγράφει αύξηση των παραγγελιών, αλλά δεν είναι σίγουρη κατά πόσο αυτή η εξέλιξη είναι στιγμιαία ή συνιστά διαρκή τάση. Αν η εν λόγω εταιρεία γνωρίζει ότι μπορεί επίσης να προσαρμόσει το μέγεθος του εργατικού δυναμικού της προς τα κάτω σε περίπτωση που η προαναφερθείσα εξέλιξη είναι στιγμιαία, τότε είναι πολύ πιθανότερο να πάρει την απόφαση να προχωρήσει σε προσλήψεις.
Ομοίως, η παροχή κάποιας ευελιξίας για την προσαρμογή των όρων απασχόλησης ώστε να αντιμετωπίζονται εξελίξεις οι οποίες αφορούν επιμέρους επιχειρήσεις ή κλάδους μπορεί να είναι πολύ σημαντική. Η παρεμπόδιση αυτής της ευελιξίας ίσως φαίνεται με μια πρώτη ματιά περισσότερο επωφελής για τους εργαζομένους. Ωστόσο, αυτό ισχύει μόνο για όσους έχουν ήδη δουλειά και όχι για όλους εκείνους οι οποίοι αυτή τη στιγμή στερούνται τη δυνατότητα απασχόλησης.
Η εφαρμογή των συμφωνιών
– Ποιοι πιστεύετε ότι είναι οι βασικοί κίνδυνοι για την Ελλάδα τα προσεχή τρίμηνα;
Κατά τη γνώμη μου, ένας από τους βασικούς κινδύνους είναι ξεκάθαρα η ανεπαρκής υλοποίηση όσων έχουν συμφωνηθεί και νομοθετηθεί. Τα νομοθετικά μέτρα δεν είναι παρά ένα πρώτο βήμα. Χωρίς κατάλληλη εφαρμογή, παραμένουν αναποτελεσματικά.
Οι επίσημες αξιολογήσεις του προγράμματος μπορούν να βοηθήσουν μέσω της παρακολούθησης της υλοποίησης του προγράμματος, αλλά δεν μπορούν να υποκαταστήσουν την ειλικρινή δέσμευση των αρχών, σε όλα τα επίπεδα, για την υλοποίηση του προγράμματος. Ενας πιο σοβαρός κίνδυνος θα ήταν φυσικά το ενδεχόμενο η κυβέρνηση να πάψει να νομοθετεί τα μέτρα τα οποία προβλέπει το πρόγραμμα ή να προχωρήσει σε αντιστροφή ορισμένων εξ αυτών.
– Κάποιοι στην Ελλάδα υποστηρίζουν ότι με την ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών περιουσιακά στοιχεία ύψους 300 δισ. ευρώ κατέληξαν στα χέρια ξένων επενδυτών αντί μόλις 5 δισ. ευρώ. Πώς θα το σχολιάζατε αυτό;
Η εξέταση μόνο της πλευράς του ενεργητικού των τραπεζών συνιστά υπερβολικά στενή θεώρηση. Η συνολική οικονομική αξία μιας τράπεζας για τους ιδιοκτήτες της προσδιορίζεται από τη διαφορά ενεργητικού και παθητικού.
Σε αυτό το πλαίσιο, πρέπει να λάβει επίσης κανείς υπόψη ότι η πραγματική αξία πολλών στοιχείων ενεργητικού των τραπεζών, όπως τα δάνεια προς επιχειρήσεις και νοικοκυριά, μειώθηκε εξαιτίας του εκτροχιασμού της ελληνικής οικονομίας το 2015.
Σε ό,τι αφορά τη διαδικασία, επιτρέψτε μου απλώς να επισημάνω ότι η δημόσια προσφορά ήταν μια ανταγωνιστική διαδικασία μετά τη διενέργεια μιας ανεξάρτητης και συντηρητικής αξιολόγησης της ποιότητας των στοιχείων ενεργητικού, καθώς και άσκησης προσομοίωσης ακραίων καταστάσεων από την ΕΚΤ και την Τράπεζα της Ελλάδος.
– Αυτή ήταν η τέταρτη ανακεφαλαιοποίηση των ελληνικών τραπεζών από το 2008. Θα υπάρξει πέμπτη;
Οπως γνωρίζετε, η συνολική αξιολόγηση ήταν ιδιαιτέρως διεξοδική και το σενάριο δυσμενών εξελίξεων που χρησιμοποιήθηκε αρκούντως συντηρητικό. Ως εκ τούτου, δεν υπάρχει λόγος να προβούμε σε εικασίες σχετικά με το ενδεχόμενο άλλης ανακεφαλαιοποίησης.
Η ανακεφαλαιοποίηση ήταν αναγκαία επειδή η ελληνική οικονομία παρουσίασε σημαντική επιδείνωση το πρώτο εξάμηνο του 2015. Ο καλύτερος τρόπος για να εγγυηθεί κανείς ότι δεν θα υπάρξει πέμπτη ανακεφαλαιοποίηση είναι να υπάρξει ανάκαμψη της οικονομίας βασιζόμενη στην υλοποίηση του προγράμματος.
– Πώς αντιλαμβάνεστε την αποτελεσματική αγορά για τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια, για την οποία δεσμεύτηκε η Ελλάδα στο μνημόνιο;
Το υψηλό επίπεδο μη εξυπηρετούμενων δανείων είναι ένδειξη ότι η χρηματοπιστωτική και οικονομική κρίση δεν έχει ξεπεραστεί πλήρως. Αυτό επιδρά ανασταλτικά στην ανάπτυξη. Οι υπερχρεωμένες βιώσιμες επιχειρήσεις δεν μπορούν να αναπτυχθούν καθώς βαρύνονται από χρέος που έχει κληροδοτηθεί από το παρελθόν.
Παράλληλα, οι μη βιώσιμες επιχειρήσεις διοχετεύουν πόρους προς λιγότερο παραγωγικές χρήσεις. Καταρχάς, οι τράπεζες θα πρέπει να επικεντρώνονται στον εντοπισμό επικερδών ευκαιριών δανειοδότησης. Αντ’ αυτού, καλούνται να αντιμετωπίσουν τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια που έχουν κληροδοτηθεί από το παρελθόν.
Ως εκ τούτου, η επίλυση του ζητήματος των μη εξυπηρετούμενων δανείων πρέπει να είναι βασική προτεραιότητα πολιτικής. Δεν υπάρχουν γρήγορες λύσεις και με δεδομένο το εύρος των προβλημάτων όλα τα πιθανά εργαλεία πρέπει να καταστούν διαθέσιμα στις τράπεζες. Τα περισσότερα μη εξυπηρετούμενα δάνεια εκτιμάται ότι θα αντιμετωπιστούν στους ισολογισμούς των τραπεζών. Ωστόσο, θα πρέπει επίσης να παρέχεται η δυνατότητα μεταφοράς της κυριότητας εάν αυτός είναι ο πιο αποτελεσματικός τρόπος αντιμετώπισης ορισμένου μέρους του χαρτοφυλακίου των μη εξυπηρετούμενων δανείων.
– Με δεδομένο ότι προέρχεστε από τον κορυφαίο τεχνοκρατικό θεσμό της τρόικας, αισθάνεστε ότι έχετε να κάνετε με τις τελευταίες εφεδρείες του ελληνικού πολιτικού συστήματος;
Τι θα συμβεί αν αποτύχει αυτή η κυβέρνηση; Οι αναγνώστες σας αντιλαμβάνονται ότι η ΕΚΤ δεν λειτουργεί με βάση πολιτικά κριτήρια και δεν επιλέγει πλευρές. Κάνουμε και θα εξακολουθήσουμε να κάνουμε τη δουλειά μας στη βάση των συμφωνηθέντων μνημονίων συνεννόησης ανεξαρτήτως πολιτικών σκοπιμοτήτων.
– Ποιο θεωρείτε πως είναι το κυριότερο εμπόδιο που αποτρέπει την ελληνική οικονομία να επιστρέψει στην ανάπτυξη παρά τα έξι χρόνια επιθετικής προσαρμογής;
Η ανεπαρκής υλοποίηση των μεταρρυθμίσεων που έχουν συμφωνηθεί αποτελεί πράγματι την κυριότερη απειλή για την οικονομία σας. Εχει σημασία να γίνει αντιληπτό ότι οι μεταρρυθμίσεις οι οποίες εξετάζονται στο πλαίσιο του προγράμματος θα διαδραματίσουν ουσιαστικό ρόλο ως προς την αλλαγή των πρακτικών του παρελθόντος που οδήγησαν στη σημερινή κατάσταση. Είδαμε το 2014 ότι η ανάκαμψη και η επιστροφή στις διεθνείς αγορές κεφαλαίων είναι εφικτοί στόχοι.
Δυστυχώς, εκείνη η ανάκαμψη διακόπηκε εξαιτίας των εξελίξεων. Ενα βασικό εμπόδιο στη σημερινή συγκυρία είναι η συνολική αβεβαιότητα. Αν δεν υπάρχει βεβαιότητα σχετικά με τα επόμενα βήματα, οι επιχειρήσεις θα εξακολουθήσουν να διστάζουν να προχωρήσουν σε επενδύσεις και προσλήψεις. Η βεβαιότητα αυτή συνδέεται σε κρίσιμο βαθμό με τη βεβαιότητα σχετικά με την υλοποίηση του προγράμματος.
Ως εκ τούτου, είναι σημαντική η άσκηση σταθερής οικονομικής πολιτικής η οποία μπορεί να κατευθύνει τις προσδοκίες. Ενα πετυχημένο ιστορικό ισχυρής κυριότητας των συμφωνηθέντων μέτρων φαίνεται ότι αποτελεί τον πιο ρεαλιστικό τρόπο για να επιτευχθεί διατηρήσιμη ανάπτυξη στο μέλλον.
Ο δημόσιος τομέας
– Πιστεύετε ότι οι ελληνικές κυβερνήσεις έχουν κάνει επαρκή βήματα για τη μείωση και τον εκσυγχρονισμό του δημόσιου τομέα;
Εχει σημειωθεί πρόοδος, αλλά ως Ελληνας γνωρίζετε καλύτερα από μένα ότι θα μπορούσαν να γίνουν πολύ περισσότερα για να ενισχυθεί η αποτελεσματικότητα του δημόσιου τομέα, η οποία είναι αναγκαία για τη βελτίωση της ανταγωνιστικότητας της Ελλάδας.
Παρά τη δεινή οικονομική κατάσταση που επικρατεί σήμερα, οι Ελληνες φορολογούμενοι καλούνται να συμβάλουν περαιτέρω στη χρηματοδότηση της κυβέρνησής τους. Ως αντάλλαγμα, τους αξίζει να απολαμβάνουν δημόσιες υπηρεσίες υψηλής ποιότητας οι οποίες θα παρέχονται με αποτελεσματικό τρόπο. Αυτό σημαίνει ότι οι πόροι πρέπει να διοχετεύονται εκεί όπου είναι περισσότερο αναγκαίοι και ότι οι δημόσιοι υπάλληλοι πρέπει να έχουν τα κατάλληλα κίνητρα απόδοσης και απόκτησης των αναγκαίων προσόντων και δεξιοτήτων.
Εχει σημειωθεί πρόοδος σε πολλούς από αυτούς τους τομείς, αλλά θα μπορούσαν να γίνουν περισσότερα, και για ακόμη μία φορά η αποτελεσματικότητα των μέτρων θα κριθεί από την πραγματική εφαρμογή τους.
– Μπορείτε να μας δώσετε ένα χρονοδιάγραμμα των μελλοντικών εξελίξεων σε περίπτωση συνεπούς υλοποίησης του προγράμματος;
Σε περίπτωση πλήρους υλοποίησης του προγράμματος ελπίζουμε να δούμε σύντομα κάποια θετικά αποτελέσματα από τις διάφορες μεταρρυθμίσεις που έχει αναλάβει να πραγματοποιήσει η κυβέρνηση.
Οι διάφορες διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις θα πρέπει να διευκολύνουν αφενός την επέκταση της επιχειρηματικής δραστηριότητας σε τομείς ανάπτυξης και αφετέρου τη δημιουργία νέων επιχειρήσεων. Οι επενδύσεις και οι προσλήψεις θα πρέπει να ανακάμψουν. Οι τράπεζες θα είναι σε καλύτερη θέση να στηρίξουν αυτή τη διαδικασία.
Το σενάριο αυτό προϋποθέτει έναν βαθμό σταθερότητας, ο οποίος μπορεί μέχρι ενός σημείου να επιτευχθεί με ένα συνεχές ιστορικό πλήρους εφαρμογής του προγράμματος. Η ολοκλήρωση της πρώτης αξιολόγησης αποτελεί σημαντική εξέλιξη σε αυτή τη διαδικασία. Από την πλευρά της ΕΚΤ, το διοικητικό συμβούλιο θα εξετάσει την επαναφορά της παρέκκλισης σε σχέση με τις απαιτήσεις πιστοληπτικής διαβάθμισης (waiver), με την οποία επιτρέπεται τα ελληνικά ομόλογα να δίδονται ως εξασφάλιση για πράξεις νομισματικής πολιτικής παρά τη χαμηλή τους πιστοληπτική διαβάθμιση, καθώς και την ενδεχόμενη συμπερίληψη των ελληνικών ομολόγων στο πρόγραμμα αγοράς τίτλων του δημόσιου τομέα εφόσον υπάρχουν οι κατάλληλες συνθήκες.
Καθώς η συνολική οικονομική κατάσταση βελτιώνεται, η κυβέρνηση θα πρέπει επίσης να είναι σε θέση να άρει προοδευτικά και σταδιακά τους εναπομείναντες περιορισμούς στην κίνηση κεφαλαίων και τελικά να αντλήσει εκ νέου κεφάλαια από τις χρηματοπιστωτικές αγορές. Αυτό άλλωστε είναι η τελική προϋπόθεση για την επιτυχή έξοδο από το τρέχον πρόγραμμα.
– Από τον Μάρτιο που τεθήκατε επικεφαλής της ομάδας της ΕΚΤ για την Αθήνα έχετε συμμετάσχει σε ατελείωτες συζητήσεις που διαρκούσαν μέχρι τις πρωινές ώρες επί πολλές συνεχόμενες ημέρες. Νιώσατε ποτέ πιεσμένος;
Φυσικά υπήρξαν φορές που η ομάδα μου κι εγώ βρεθήκαμε σε συνθήκες έντονης πίεσης, αλλά αυτό είναι αναπόφευκτο δεδομένης της σημασίας του έργου που επιτελείται. Θα πρέπει ωστόσο να σημειωθεί ότι την πραγματική πίεση την υφίστανται όσοι δεν μπορούν να βρουν δουλειά όσοι δεν ξέρουν πώς να πληρώσουν τους λογαριασμούς τους στο τέλος του μήνα ή όσοι δεν μπορούν να παράσχουν στα παιδιά τους ό,τι χρειάζεται.
Και γι’ αυτό πρέπει να εξασφαλίσουμε ότι οι μεταρρυθμίσεις θα υλοποιηθούν. Πρέπει να διασφαλίσουμε ότι η ελληνική οικονομία θα επανέλθει εντός τροχιάς για να δημιουργηθούν θέσεις εργασίας και να ενισχυθεί η κοινωνική δικαιοσύνη.
Πηγή:euro2day