Το ζήτημα της ανάκτησης ενεχύρων από τις τράπεζες, και μάλιστα εντός συγκεκριμένου χρονικού διαστήματος από την ώρα που ένα δάνειο «χτυπήσει κόκκινο» (καθυστέρηση άνω των 90 ημερών), θέτει η ΕΚΤ ασφυκτικά πλέον σε όλες τις ευρωπαϊκές τράπεζες.
Με σχέδιο που αναμένεται να δημοσιευτεί επισήμως σήμερα και θα τεθεί σε διαβούλευση, η ΕΚΤ θα ζητήσει από τις τράπεζες της ευρωζώνης να προβούν στην κατά 100% κάλυψη των μη εξυπηρετούμενων δανείων τους, με χρονικό περιθώριο τα δύο έτη για τα δάνεια χωρίς εξασφαλίσεις και τα επτά έτη για τα δάνεια με εξασφαλίσεις.
Η απαίτηση αυτή είναι ενδεικτική της επιδίωξης της ΕΚΤ να πιέσει όλες τις ευρωπαϊκές τράπεζες να μετουσιώνουν εγκαίρως τα ενέχυρα των δανείων τους σε έσοδα από ανακτήσεις, προκειμένου να επέλθει ουσιαστική μείωση των NPLs, τα οποία φτάνουν πανευρωπαϊκά το 1 τρις. ευρώ.
Η παραπάνω προοπτική είναι ιδιαίτερα επιβαρυντική για τις τράπεζες των χωρών με τους υψηλότερους δείκτες μη εξυπηρετούμενων δανείων στην Ευρώπη (Κύπρος, Ελλάδα και Ιταλία). Και απειλεί με αύξηση των προβλέψεων, οι οποίες θα σχηματισθούν από κεφάλαια που θα στερηθεί η δυνητική κερδοφορία των τραπεζών, στην περίπτωση που αυτές δεν προχωρούν εφεξής εγκαίρως σε δραστικές κινήσεις για την ανάκτηση οφειλών.
Κατόπιν αυτού, αφενός το βάρος για τις τράπεζες πέφτει στο χειρισμό των «κόκκινων» στεγαστικών δανείων (δεδομένου ότι τα άνευ εξασφαλίσεων καταναλωτικά δάνεια καλύπτονται σε πολύ μεγαλύτερο ποσοστό από προβλέψεις). Αφετέρου, ανοίγει debate και για το εάν τα νέα δεδομένα που θα επιβάλει η ΕΚΤ θα ισχύσουν τελικώς μόνο για τα δάνεια που θα καταστούν μη εξυπηρετούμενα εφεξής ή και παλαιότερα NPLs.
Στα δύο ανωτέρω ζητήματα επικεντρώνεται και η ανησυχία για τις ελληνικές τράπεζες. Για τις τελευταίες, η προοπτική της αύξησης των προβλέψεων κατόπιν της διαπίστωσης του κεντρικού επόπτη ότι υπάρχει δυστοκία στην ανάκτηση ενεχύρων μέσω πλειστηριασμών, ρευστοποιήσεων και πωλήσεων δανείων, δεν πέφτει ως κεραυνός εν αιθρία. Το θέμα είχε τεθεί σε αυστηρούς τόνους στις ελληνικές τράπεζες από την επικεφαλής του SSM, Daniele Nouy, ήδη από την πρώτη επίσκεψή της στην Αθήνα μετά την ολοκλήρωση της ανακεφαλαιοποίησης του 2015.
Ήταν στις 8 και 9 Φεβρουαρίου του 2016 όταν, όπως είχε γράψει το Capital.gr (18/2/2016), η επικεφαλής του SSM κάλεσε τις τράπεζες «να προσέλθουν γρήγορα με λύσεις αμέσου αποτελέσματος, είτε αυτές είναι εσωτερική διαχείριση των «κόκκινων» δανείων είτε πώλησή τους» και ζήτησε «να προβαίνουν σε ενεργητική διαχείριση ακόμη και των ενεχύρων των δανείων με το που καθίστανται υπερήμερα άνω των 90 ημερών, ειδάλλως θα επιβαρύνονται αυτόματα με πρόσθετες προβλέψεις».
Από τότε μέχρι σήμερα κατά τις πρόσφατες επαφές που είχαν οι ελληνικές τράπεζες στη Φρανκφούρτη, το θέμα των πενιχρών επιδόσεων των τραπεζών στην είσπραξη οφειλών με την εφαρμογή καταναγκαστικών μέτρων για τις ρευστοποιήσεις ενεχύρων, τίθεται ολοένα και με μεγαλύτερη έμφαση. Και προφανώς, δεν αποτελεί «προνόμιο» μόνο των ελληνικών τραπεζών, στις οποίες, πάντως, αντιστοιχεί το 1/10 των «κόκκινων» δανείων της ευρωζώνης. Τα προωθούμενα μέτρα «τιμωρίας» της ΕΚΤ στις τράπεζες, με το δίλημμα «κέρδη ή προβλέψεις», εφόσον δεν αναλάβουν δράση για την ανάκτηση ενεχύρων, είναι καθαρό σημάδι ότι μπαίνει συγκεκριμένο χρονικά τέλος στα «μπαγιάτικα» δάνεια που μπορούν να συντηρούν.
Το θέμα των επικείμενων πρόσθετων προβλέψεων για τις ελληνικές τράπεζες ανέδειξε το Capital.gr ως απόρροια της γενικότερης εφαρμογής του νέου λογιστικού προτύπου IFRS 9, σε συνδυασμό με την ελλιπή κάλυψη από προβλέψεις που διαπιστώνεται σε αρκετές περιπτώσεις μη εξυπηρετούμενων δανείων. Τα δύο αυτά αναμένεται να οδηγήσουν στην πράξη σε αύξηση του δείκτη κάλυψης των NPEs σε επίπεδα λίγο άνω του 55% για όλες τις ελληνικές τράπεζες, κάτι που μεταφράζεται σε πρόσθετες προβλέψεις της τάξεως των 6 δισ. ευρώ.
Το ανωτέρω ποσό δεν συνιστά βεβαίως νέες κεφαλαιακές ανάγκες, αφού πρόκειται για κεφάλαια που θα καλυφθούν από το κεφαλαιακό απόθεμα των τραπεζών, μειώνοντάς το ισόποσα. Η «θυσία» του capital buffer για την αύξηση των δεικτών κάλυψης έναντι επισφαλών δανείων, θα εισαγάγει τις ελληνικές τράπεζες με ισχυρότερες άμυνες στα stress tests της ΕΚΤ το 2018.