α ασφαλιστικά προγράμματα υγείας θα περιοριστούν σχεδόν αποκλειστικά στα ετήσιας διάρκειας, σε αντίθεση με τα μακροχρόνια συμβόλαια που θα περιοριστούν ακόμη περισσότερο.
Τα επενδυτικά-συνταξιοδοτικά πακέτα, αν θα προσφέρουν ελάχιστη εγγυημένη απόδοση, αυτή θα είναι ιδιαίτερα περιορισμένη (πολύ πιθανόν και χαμηλότερη του 1%).
Τα τιμολόγια στα συμβόλαια αυτοκινήτου θα αρχίσουν να αυξάνονται, μετά από μια πολυετή πτώση που αθροιστικά έχει οδηγήσει σε μειώσεις γύρω στο 40%.
Οι ασφαλιστικές εταιρείες θα δίνουν ακόμη μεγαλύτερη σημασία στα συμβόλαια μικρού τιμήματος που είναι προσαρμοσμένα στα άτομα χαμηλών εισοδημάτων, ενώ οι τράπεζες θα εντείνουν τις προσπάθειές τους στην προώθηση απλών προϊόντων bancassurance, (πχ ασφαλίσεις έναντι κλοπής πορτοφολιού και πιστωτικής-χρεωστικής κάρτας).
Ορισμένες ασφαλιστικές εταιρείες θα επιλέξουν να συνεχίσουν μέρος μόνο των σημερινών τους δραστηριοτήτων και προϊόντων, αποχωρώντας από κάποια άλλα στα οποία δεν φαίνεται να διαθέτουν συγκριτικό πλεονέκτημα. Η λογική της «ασφαλιστικής εταιρείας-super market» θα αποδυναμωθεί, ενώ κάποια εταιρικά σχήματα θα μετεξελιχθούν σε «μπουτίκ».
Αυτές είναι μερικές από τις προσδοκώμενες εξελίξεις στον κλάδο της ιδιωτικής ασφάλισης από τον επόμενο κιόλας χρόνο, όχι τόσο εξ’ αιτίας της εγχώριας οικονομικής κρίσης, αλλά κυρίως λόγω του συστήματος Solvency II στο οποίο θα ενταχθεί το σύνολο των ευρωπαϊκών εταιρειών.
Το μόνο βέβαιο είναι ότι οι ασφαλιστικές εταιρείες θα πρέπει να «σφίξουν τα λουριά» για πολλούς λόγους:
Πρώτον, γιατί όσες από αυτές θελήσουν να ανεβάσουν την παραγωγή τους, θα πρέπει παράλληλα να αυξάνουν και το ύψος των εποπτικών κεφαλαίων που διαθέτουν, πράγμα αρκετά δύσκολο κατά την τρέχουσα περίοδο ιδίως όταν μια ασφαλιστική εταιρεία δεν είναι κερδοφόρα, άρα δεν έχει τη δυνατότητα να κεφαλαιοποιεί τα κέρδη της. Επίσης, όσο πιο «επικίνδυνα» προϊόντα προσφέρουν οι ασφαλιστικές εταιρείες στους πελάτες τους, τόσο περισσότερα εποπτικά κεφάλαια θα πρέπει να διαθέτουν.
Δεύτερον, γιατί το σύστημα Solvency II είναι «ακριβό» για τις ασφαλιστικές εταιρείες επειδή απαιτεί αυξημένες λειτουργικές και περίπλοκες διαδικασίες υποστήριξης και δράσης.
Τρίτον, γιατί καμιά ασφαλιστική εταιρεία δεν μπορεί να βασιστεί σε μεγάλες μελλοντικές αποδόσεις του επενδυτικού της χαρτοφυλακίου. Και αυτό, διότι από τη μια πλευρά οι «ασφαλείς» επενδύσεις (βλέπε κρατικά ομόλογα χωρών Βόρειας Ευρώπης) προσφέρουν ασήμαντες αποδόσεις ακόμη και με δεκαετείς δεσμεύσεις, ενώ από την άλλη πλευρά, οι λοιπές τοποθετήσεις ενέχουν σημαντικό ρίσκο.
Κάτω από αυτές τις συνθήκες, το σύνολο των παραγόντων της αγοράς προβλέπει μέσα στους επόμενους μήνες και σίγουρα έως το τέλος του 2016 σειρά συγχωνεύσεων τόσο στο χώρο των ασφαλιστικών εταιρειών, όσο και μεταξύ ασφαλιστικών διαμεσολαβητών. Στόχος είναι η δημιουργία συνεργειών και οικονομιών κλίμακας, έτσι ώστε να απορροφηθεί τμήμα του αυξημένου κόστους που συνεπάγεται το Solvency II.
Ενδεικτική άλλωστε είναι η πρόσφατη δήλωση του προέδρου της Ένωσης Ασφαλιστικών Εταιρειών Ελλάδοςκ. Αλέξανδρου Σαρρηγεωργίου πως «το 2016 αρχίζουμε με το Solvency II, δεν τελειώνουμε. Πρέπει όλοι να πιστέψουμε στο σύστημα αυτό, να μάθουμε να ζούμε μαζί του.
Σε ένα χρόνο από σήμερα θα ζούμε σε άλλες συνθήκες και όσες εταιρείες συνεχίσουν να επαναλαμβάνουν τα ίδια λάθη, θα τιμωρούνται άμεσα».
Πηγή: euro2day.gr