Ανατροπές στις αποδοχές των συνταξιούχων, μελλοντικών και σημερινών, φέρνει ο ασφαλιστικός νόμος Κατρούγκαλου που ψηφίστηκε την περασμένη Κυριακή.

Κι αυτό γιατί όσοι αιτηθούν σύνταξη από εδώ και στο εξής, θα λάβουν ένα ποσό το οποίο θα προκύψει με βάση τις μέσες αποδοχές τους καθ’ όλη τη διάρκεια του ασφαλιστικού βίου τους, αλλά και με «οδηγό» νέα μειωμένα ποσοστά αναπλήρωσης (του μισθού τους από τη σύνταξη τους).

Έτσι ένας ασφαλισμένος, ο οποίος έχε μέσες αποδοχές για 20 χρόνια 500 ευρώ (δηλαδή λίγο κάτω από το σημερινό κατώτατο μισθό των 586 ευρώ) θα λάβει μικτή  -δηλαδή προ της παρακράτησης 6% υπέρ του ΕΟΠΥΥ-  κύρια σύνταξη 463 ευρώ και μικτή επικουρική σύνταξη 44 ευρώ.

Η «Κατώτατη»  – μια και προκύπτει με βάση πάνω  – κάτω το σημερινό κατώτατο μισθό  – αυτή σύνταξη, αλλά και ανταποκρίνεται στον ελάχιστο κατά μέσο όρο χρόνο ασφάλισης που απαιτείται για να βγει στη σύνταξη (δηλ. τα 15-20 χρόνια ) μπορεί να αυξομειωθεί ανάλογα με τις αποδοχές του κάθε ασφαλισμένου. Σε κάθε περίπτωση, όμως, είναι κατώτατη της σημερινής …κατώτατης σύνταξης του ΙΚΑ, η οποία ανέρχεται στα 487 ευρώ με μόλις 15 χρόνια ασφάλισης.

Η κύρια σύνταξη κάθε ασφαλισμένου θα προκύπτει από τον εξής πολλαπλασιασμό:

Μέσες αποδοχές καθ΄ όλη τη διάρκεια του ασφαλιστικού βίου   Χ συνολικά έτη ασφάλισης Χ αντίστοιχα ποσοστά αναπλήρωσης (βλέπε πίνακα 2).

Το Υπ. Εργασίας έχει δώσει 16 ενδεικτικά παραδείγματα των συντάξεων που προκύπτουν με βάση το νόμο Κατρούγκαλου:
Στα 463 ευρώ διαμορφώνεται πλέον η νέα "κατώτατη" σύνταξη
Τι ακριβώς προβλέπει ο νόμος Κατρούγκαλου για την ανταποδοτική σύνταξη

Πιο αναλυτικά ο νόμος Κατρούγκαλος προβλέπει:

–  Οι ασφαλισμένοι κύριας ασφάλισης, οι οποίοι θεμελιώνουν δικαίωμα σύνταξης (σ.σ. στα 62 έτη τους με 40 χρόνια ασφάλισης ή στα 67 έτη τους με τουλάχιστον 15 χρόνια ασφάλισης) λόγω γήρατος, αναπηρίας ή θανάτου δικαιούνται ανταποδοτικό μέρος σύνταξης, που προκύπτει με βάση τις συντάξιμες αποδοχές, το χρόνο ασφάλισης, , και τα κατ’ έτος ποσοστά αναπλήρωσης

–  Ως συντάξιμες αποδοχές για τον υπολογισμό του ανταποδοτικού μέρους σύνταξης κύριας ασφάλισης λόγω γήρατος, αναπηρίας ή θανάτου λαμβάνονται υπόψη ο μέσος όρος μηνιαίων αποδοχών του ασφαλισμένου καθ’ όλη τη διάρκεια του ασφαλιστικού του βίου. Ο μέσος όρος αυτός υπολογίζεται ως το πηλίκο της διαίρεσης του συνόλου των μηνιαίων αποδοχών δια του συνολικού χρόνου ασφάλισής του. Ως σύνολο μηνιαίων αποδοχών, που έλαβε ο ασφαλισμένος νοείται το άθροισμα των μηνιαίων αποδοχών που υπόκεινται σε εισφορές, καθ’ όλη τη διάρκεια του ασφαλιστικού του βίου, εξαιρουμένων των δώρων εορτών και του επιδόματος αδείας που τυχόν καταβλήθηκαν.

–  Για τον υπολογισμό των συντάξιμων αποδοχών λαμβάνονται υπόψη οι αποδοχές του ασφαλισμένου για κάθε ημερολογιακό έτος, προσαυξαυνόμενες κατά την ετήσια μεταβολή μισθών, η οποία και υπολογίζεται από την Ελληνική Στατιστική Αρχή.

–  Για το χρόνο ασφάλισης που αναγνωρίζεται πλασματικά, κατόπιν καταβολής του προβλεπόμενου ποσού εξαγοράς, ως συντάξιμες αποδοχές ορίζεται το ποσό που θα αποτελούσε τον ασφαλιστέο μηνιαίο μισθό-εισόδημα αν εκλαμβανόταν ως μηνιαία εισφορά το ποσό που καταβλήθηκε για την εξαγορά έκαστου μήνα ασφάλισης.

– Για τον υπολογισμό του ανταποδοτικού μέρους της σύνταξης των δημοσίων υπαλλήλων τα οποία αποχωρούν από την Υπηρεσία  εντός του έτους 2016, ως συντάξιμες αποδοχές λαμβάνονται υπόψη ο μέσος μηνιαίος μισθός που προκύπτει από το ασφαλιστικό έτος 2002 και έως την ημερομηνία έναρξης καταβολής της σύνταξης του υπαλλήλου – λειτουργού του Δημοσίου ή του στρατιωτικού. Εφεξής ετησίως η περίοδος αυτή αναφοράς αυξάνεται κατά ένα έτος.

–  Το τελικό ποσό του ανταποδοτικού μέρους της σύνταξης υπολογίζεται για το σύνολο του χρόνου ασφάλισης, με βάση το ποσοστό αναπλήρωσης και αποτελεί αναπόσπαστο τμήμα της. Το ποσοστό αναπλήρωσης για κάθε έτος ασφάλισης εντός εκάστης κλίμακας ετών αντιστοιχεί στο ποσοστό που αναγράφεται στην τρίτη στήλη του ακόλουθου πίνακα.

Πίνακας 2 : Τα ποσοστά αναπλήρωσης ανάλογα με τον ασφαλιστικό βίο
PINAKAS2