Πολλοί αναρωτιούνται, πώς όλες οι χώρες που μπήκαν σε μνημόνια (Ιρλανδία, Πορτογαλία, Κύπρος – ακόμη και η Ισπανία που είχε μόνο ειδική τραπεζική κεφαλαιακή χρηματοδότηση) κατάφεραν μετά από κάποιο εύλογο χρονικό διάστημα (δύο έως τέσσερα χρόνια) να βγουν, ενώ η Ελλάδα, παρά τις θυσίες τού ελληνικού λαού από το 2010, έξι χρόνια αργότερα, δεν έχει άμεση προοπτική να βγει από το μνημόνιο.
Η κυρίαρχη απάντηση σε αυτό το ερώτημα είναι ότι η βάση των προβλημάτων που οδήγησε την Ελλάδα σε αυτήν την κρίση δεν εκριζώθηκε, και εξακολουθεί να την εμποδίζει να βγει από την κρίση:
είναι ο τεράστιος, ακριβός και αναποτελεσματικός δημόσιος τομέας.
Πιο συγκεκριμένα, η Ελλαδα για πάνω από 30 χρόνια γιγάντωνε το δημόσιο χρέος με τον εξής τρόπο: έτρεχε με μέσο δημοσιονομικό έλλειμμα 6%, για να μπορεί η εκάστοτε κυβέρνηση να διατηρήσει ή και να αυξήσει την πελατειακή βάση της στο Δημόσιο, κάτι που συνέδραμε ουσιαστικά στην εκτόξευση των δημοσίων εξόδων πάνω από το 55% τού ΑΕΠ.
Επιπρόσθετα, ένα 25% τού ΑΕΠ αφορούσε σε ιδωτικό τομέα που ήταν άμεσα εξαρτώμενος από την ανάθεση έργων από τον δημόσιο τομέα.
Έτσι, η βάση τής ανάπτυξης τής χώρας δεν ήταν κάποια παραγωγικά έργα, αλλά η ένεση τής εγχώριας οικονομίας με τα δάνεια που έπαιρνε από το εξωτερικό.
Αυτή η σαθρή οικονομική τακτική, με την πρώτη περίσταση που περιορίστηκε ο αρχικός τροφοδότης (ο εξωτερικός δανεισμός), ήταν λογικό να καταρρεύσει και να οδηγηθεί έτσι η χώρα στην βαθιά οικονομική κρίση που ζούμε.
Αυτό που θα περίμενε κανείς ως απάντηση σε αυτήν την κρίση, θα ήταν να συρρικνώσουν αμέσως οι ελληνικές κυβερνήσεις τον δημόσιο τομέα, επιφέροντας μείωση των εξόδων τού κράτους από το 55% τού 2010 στο 40% τουλάχιστον.
Χώρες όπως η Κύπρος (37%), η Ιρλανδία (32%) και ακόμη κι η Πορτογαλία (45%), πήραν κατεξοχήν μέτρα περιορισμού εξόδων, και όχι κατεξοχήν φορολογικά.
Ταυτόχρονα, μείωσαν επιλεκτικά φορολογικούς συντελεστές ώστε να δοθούν κίνητρα για επενδύσεις – κάτι που σαφώς θα έπρεπε να έχει κάνει και η Ελλάδα, ώστε να επέλθει επιτέλους μια σχετική ισορροπία μεταξύ δημοσίου και ιδιωτικού τομέα.
Η ανάπτυξη που θα επέφεραν οι επενδύσεις στον ιδιωτικό τομέα θα απορροφούσαν ένα μεγάλο κομμάτι των απολυμένων τού δημοσίου τομέα, όπως έγινε στις προαναφερόμενες χώρες.
Στην Ελλάδα κάναμε ακριβώς τα αντίθετο: συρρικνώσαμε με την υπερφορολόγηση και την αύξηση των εισφορών το παραγωγικό κομμάτι τής οικονομίας – τον ιδιωτικό τομέα, για να μην πειράξουμε την πελατειακή βάση των κομμάτων στον δημόσιο τομέα, ο οποίος, συν τοις άλλοις, δεν είναι λειτουργικά και τεχνολογικά προσανατολισμένος να εξυπηρετεί τον πολίτη και την ανάπτυξη, όπως είναι ο φυσικός ρόλος του.
Αντίθετα, σε πολλές περιπτώσεις είναι φανερά παρασιτικός, γραφειοκρατικός και τροχοπέδη (υπάρχει πληθώρα νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου στελεχωμένων με 10-20 ακριβούς υπαλλήλους και χωρίς ουσιαστικό αντικείμενο, στημένα ειδικά για την εξυπηρέτηση κομματικών συμφερόντων).
Έχει αποδειχθεί επανειλλημένα και σε πολλές χώρες όπου ο δημόσιος τομέας έχει γιγαντωθεί εις βάρος τού ιδιωτικού – ξεπερνώντας δηλαδή το σημείο ισορροπίας τους στο 50% ως προς το ΑΕΠ τής χώρας – ότι οι οικονομίες αυτές καταλήγουν να έχουν σοβαρά προβλήματα (αυξημένο χρέος, μη βιώσιμο συνταξιοδοτικό πρόγραμμα, άνιση φορολογική αντιμετώπιση, αποεπένδυση κ.ά.).
Ακόμη και οι σκανδιναβικές χώρες, στις οποίες τα κρατικά έξοδα είναι διογκωμένα ως προς το ΑΕΠ,
αυτήν την περίοδο επανεξετάζουν την πολιτική τους, γιατί το σχήμα αποδείχθηκε μη βιώσιμο, παρά το γεγονός ότι κάποιες από αυτές είναι πλούσιες σε παραγωγικές πηγές (Νορβηγία) ή σε τεχνολογία αιχμής (Σουηδία).
Εδώ πρέπει να τονιστεί ότι το Σκανδιναβικό μοντέλο είναι ακριβώς διαρθρωμένο στην βάση εξυπηρέτησης πολιτών και επιχειρήσεων, ώστε να λειτουργεί παραγωγικά και να συμβάλει στην δημιουργία φορολογητέου πλούτου στην οικονομία.
Και σε άλλες χώρες όπου ο δημόσιος τομέας πλησιάζει το 50% τού ΑΕΠ, αυτό δεν οφείλεται στο μεγάλο πλήθος τού δημόσιου προσωπικού, αλλά αντίθετα σε δημόσιες επενδύσεις και σε επενδυτικά προγράμματα από κοινού με τον ιδιωτικό τομέα (ΣΔΙΤ).
Σε πρόσφατη ανάλυση τού ΣΕΒ αποδείχθηκε ότι στην Ελλάδα, όχι μόνο η μείωση σε υπαλλήλους τού δημοσίου τομέα κατά την διάρκεια τής κρίσης ήταν το ένα δέκατο αυτής τού ιδιωτικού (οι μειώσεις κατά 200.000 στο δημόσιο προσωπικό προέκυψαν κυρίως από συνταξιοδοτήσεις και όχι από απολύσεις) αλλά και ότι οι μειώσεις μισθών ήταν κατά πολύ μικρότερες από αυτές στον ιδιωτικό τομέα, με αποτέλεσμα σήμερα η διαφορά τού μέσου μισθού στους δυο τομείς να ανέρχεται στο 30% υπέρ τού δημοσίου.
Αν, έστω και τώρα, η κυβέρνηση κινηθεί ώστε να μειώσει τα δημόσια έξοδα κάτω από 40% τού ΑΕΠ, αυτό σημαίνει ετήσια εξοικονόμηση πάνω από €9 δις.
Αυτό το ποσόν, υπολογίζοντας με πολλαπλασιαστικό συντελεστή, θα μπορούσε να αποφέρει τουλάχιστον 50 δις στην οικονομία σε ετήσια βάση και πάνω από 200.000 θέσεις εργασίας επίσης ετησίως.
Μείωση τού προσωπικού και βελτιστοποίηση στις λειτουργίες των υπηρεσιών, καθώς και μείωση τού φορολογικού συντελεστή στον ιδιωτικό τομέα και τις επιχειρήσεις, θα προσελκύσουν και τους ξένους επενδυτές, οι οποίοι θα βλέπουν πια ένα λογικό φορολογικό πλαίσιο και έτσι βιώσιμη την επενδυτική πολιτική.
Τρανό παράδειγμα η Κύπρος: όχι μόνο δεν αύξησε τους φορολογικούς συντελεστές (εταιρικός φόρος στο 12% έναντι 29% στην Ελλάδα και εργατικές εισφορές κάτω τού μισού από την Ελλάδα) αλλά έδωσε και κίνητρα στις νέες επενδύσεις με αφορολόγητα τα 5 πρώτα χρόνια.
Η Κύπρος έδωσε βάρος στην μείωση των εξόδων και σε δυο χρόνια βγήκε από το μνημόνιο με βιώσιμη ανάπτυξη μπροστά της.
Πρέπει να τονισθεί ότι μια πρόταση που στοχεύει να φέρει σε ισορροπία τα έσοδα με τα έξοδα δεν είναι νεοφιλελεύθερης λογικής, αλλά απλά μαθηματικά και κοινός νους. Αυτό το μοντέλο θα το προτιμούσαν και οι δανειστές, ως πραγματικά βιώσιμο και λειτουργικό.
Ένα λειτουργικό κράτος έχει τους πόρους για να βοηθήσει τους αδύνατους, να στηρίξει την δημόσια υγεία και την δημόσια παιδεία.
Ένα κράτος που δεν έχει ελλείμματα επειδή πνίγει μέσω τής φορολογίας τον ιδιωτικό τομέα, δεν έχει μέλλον και βέβαια δεν θα έχει και πόρους για να ασκήσει κοινωνική πολιτική.
Ιδού δόξης στάδιον λαμπρόν – ποιος θα κάνει αυτό που πρέπει???
Γιώργος Κοφινάκος
Διευθύνων Σύμβουλος
StormHarbour London
Πηγ’η:bankingnews