Λίγες ημέρες πριν την ολοκλήρωση της επανακεφαλαιοποίησης των ελληνικών τραπεζών, οι τιμές των μετοχών τους έχουν υποχρεωθεί σε εντονότατη πτώση και οι περισσότεροι επενδυτές (τόσο οι παλαιοί «εγκλωβισμένοι», όσο και οι νέοι που απέκτησαν τίτλους μέσω των ΑΜΚ) προσπαθούν να διερευνήσουν τις μεσομακροπρόθεσμες προοπτικές του κλάδου, προκειμένου να αποφασίσουν για τις επόμενες κινήσεις τους.
«Ίσως σήμερα να βρισκόμαστε στον αντίποδα του 2008. Τότε, οι διορατικοί επενδυτές είχαν καταλάβει πως ο ανοδικός κύκλος των τραπεζών είχε ολοκληρωθεί και πως μόνο χειρότερες ημέρες θα ακολουθούσαν. Τώρα, ίσως να ζούμε το βαθύτερο σκοτάδι της νύχτας, λίγο δηλαδή πριν αρχίσει να ξημερώνει», δηλώνει στο Euro2day.gr γνωστός χρηματιστής συμπληρώνοντας:
«Σήμερα, η διαφορά μεταξύ επιτοκίων χορηγήσεων και καταθέσεων είναι πολύ υψηλή, όταν τα επιτόκια καταθέσεων έχουν ακόμη περιθώρια επιπλέον πτώσης. Άρα, λοιπόν, τα spreads είναι άκρως ικανοποιητικά και αυτό αναμένεται να συνεχιστεί ή και να ενταθεί στο ορατό μέλλον.
Μετά από αυτό, τρία είναι τα κρίσιμα σημεία για τις τράπεζες:
Πρώτον, να σταματήσουν να δημιουργούνται νέες επισφάλειες στις χορηγήσεις και ήδη υπάρχουν δηλώσεις τραπεζικών αξιωματούχων ότι κάτι τέτοιο έχει ήδη παρατηρηθεί στην περίπτωση των επιχειρηματικών δανείων.
Δεύτερον, να αρχίσει μια επίπονη, μακρόχρονη και αποτελεσματική διαδικασία χειρισμού των μη εξυπηρετούμενων δανείων, προκειμένου να εισπραχθεί ένα πολύ σημαντικό κομμάτι αυτών. Ο νέος νόμος για τα στεγαστικά δάνεια πρώτης κατοικίας βελτιώνει κάπως την κατάσταση στον συγκεκριμένο τομέα, ωστόσο το μεγάλο «στοίχημα» των κόκκινων δανείων θα παιχτεί στις εταιρικές χορηγήσεις, όπου τα ποσά είναι μεγαλύτερα και η μερική είσπραξή τους θα μπορούσε να γίνει -κάτω από προϋποθέσεις- σε συντομότερο χρονικό διάστημα.
Οι τράπεζες σήμερα πληρώνουν τόκους σε όλους τους καταθέτες τους, ενώ αντίθετα εισπράττουν τόκουςμόνο από τους μισούς δανειολήπτες τους, καθώς τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια έχουν υπερβεί ελαφρά το 50%. Αυτή η αναλογία πρέπει να βελτιωθεί το συντομότερο και αυτό μπορεί να γίνει μέσα από την άσκηση επιθετικότερης πολιτικής.
Ακόμη και μέσα από άμεσα ή έμμεσα -πάντως ρεαλιστικά- κουρέματα, ή και από πωλήσεις δανείων σε funds, θα πρέπει να αντληθούν όσο το δυνατόν περισσότερα και όσο το δυνατόν γρηγορότερα κεφάλαια, που θα κατευθυνθούν σε δάνεια προς άλλες, υγιείς επιχειρήσεις.
Και τρίτον, να αυξηθούν οι αποτιμήσεις διάφορων περιουσιακών στοιχείων που έχουν οι τράπεζες στο ενεργητικό τους, όπως ακίνητα, κρατικά ομόλογα, μετοχές θυγατρικών εταιρειών που δραστηριοποιούνται σε άλλους τομείς (π.χ. ακίνητα, ξενοδοχεία, ασφαλιστικές εταιρείες).
Βέβαια, πιστεύω πως αν δεν ανακάμψει η οικονομία, ουσιαστική λύση σε όλα τα παραπάνω δεν θα μπορέσει να υπάρξει. Έτσι, η τοποθέτηση σε τραπεζικές μετοχές με μεσομακροπρόθεσμη προοπτική σημαίνει ουσιαστικά ποντάρισμα στην ανάκαμψη αρχικά και ανάπτυξη στη συνέχεια, της ελληνικής οικονομίας. Μιλάμε ουσιαστικά για ένα μακροοικονομικό στοίχημα».
Η δυσκολία του εγχειρήματος προκύπτει και από τη μελέτη της PwC για τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις, σύμφωνα με την οποία το 24% των εταιρειών αυτών χαρακτηρίζονται ως «ζόμπι» (αρνητική ανάπτυξη, ζημιογόνα αποτελέσματα, αδυναμία εξόφλησης χρεών) και ένα ακόμη 45% χρειάζεται στήριξη προκειμένου να ανακάμψει και να επιβιώσει.
Σύμφωνα άλλωστε με τον ίδιο οίκο, μέχρι το 2020 θα χρειαστούν για τη χρηματοδότηση των ΜμΕ περίπου 20 δισ. ευρώ (εκ των οποίων τα 7 από αυτά μέσα από αύξηση ιδίων κεφαλαίων και από μεγαλύτερη μαλακή χρηματοδότηση), ενώ επίσης οι τράπεζες θα πρέπει να προχωρήσουν σε αναχρηματοδοτήσεις 9 δισ. ευρώ! Και αυτά μόνο για τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις…
Στην ίδια εκδήλωση, ο Κων/νος Δορκοφίκης (υψηλόβαθμο στέλεχος της Alpha Bank) αναγνώρισε τις δυσκολίες δηλώνοντας πως «από την πλευρά των τραπεζών, γίνεται πολύ μεγάλη προσπάθεια στις αναχρηματοδοτήσεις εταιρειών, με αποτέλεσμα να μας προσεγγίζουν άλλες επιχειρήσεις και να διαμαρτύρονται, λέγοντας γιατί βοηθάτε εκείνες και όχι εμάς». Ο κ. Δορκοφίκης επίσης συμφώνησε με την εκτίμηση πως κατά τα επόμενα χρόνια θα συνεχιστεί η στροφή της χρηματοδότησης προς την επιχειρηματική πίστη, με τις λοιπές κατηγορίες δανείων να περνάνε σε δεύτερη μοίρα.
Από την πλευρά τους, φορείς της αγοράς (π.χ. ΣΕΒ και ΙΟΒΕ) προειδοποιούν τις τράπεζες πως θα πρέπει να συνεχίσουν να στηρίζουν μόνο τις επιχειρήσεις -ανεξαρτήτως μεγέθους- που έχουν συγκριτικά πλεονεκτήματα, με έμφαση εκείνες που έχουν εξωστρεφή χαρακτήρα και εξυπηρετούν το νέο μοντέλο ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας. «Η χρηματοδοτική στήριξη των εταιρειών που ως συγκριτικό πλεονέκτημα έχουν τη φοροδιαφυγή και την εισφοροδιαφυγή ας λείψουν, γιατί λειτουργούν σε βάρος του κοινωνικού συνόλου και του υγιούς ανταγωνισμού», αναφέρθηκε χαρακτηριστικά από παράγοντα της αγοράς.
Και από την άλλη πλευρά, παράγοντες της χρηματιστηριακής αγοράς (και όχι μόνο) υποστηρίζουν πως οι τράπεζες δεν μπορούν από μόνες τους να χρηματοδοτήσουν την οικονομία, αλλά απαιτείται η προσέλκυσηπολύ σημαντικών κεφαλαίων από το εξωτερικό: τόσο από την απορρόφηση κοινοτικών κονδυλίων, όσο και από ξένα funds που θα διευκολυνθούν, αν οι επενδύσεις τους γίνουν μέσα από φορείς οι οποίοι θα είναι εισηγμένοι στο Χρηματιστήριο της Αθήνας.
Ο πρόεδρος του ΧΑ κ. Σωκράτης Λαζαρίδης τόνισε την ευκαιρία που έχει η Ελλάδα να αντλήσει ρευστότητα από το εξωτερικό, αν προχωρήσει σε «δομημένες προτάσεις», σε εξωστρεφείς κλάδους (π.χ. τουρισμός και μεσογειακή διατροφή), ενώ από την πλευρά του ο κ. Αλέξανδρος Πουλαρίκας δήλωσε πως «η ανάπτυξη της οικονομίας δεν μπορεί να προέλθει πλέον από δανειακά κεφάλαια, αλλά από επενδυτικά κεφάλαια. Οι τράπεζες δεν θα μπορέσουν την επόμενη περίοδο να χρηματοδοτήσουν την οικονομία και ιδίως τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις. Επίσης, οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις λόγω μεγέθους δεν μπορούν να απευθυνθούν σε funds του εξωτερικού. Το Χρηματιστήριο της Αθήνας διαθέτει ήδη αποτελεσματικά εργαλεία για την προσέλκυση κεφαλαίων από το εξωτερικό, που θα χρηματοδοτήσουν τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις της χώρας».
Πηγή: euro2day.gr