Πράγματι, η κατάρρευση των Συνταγματαρχών σε συνδυασμό με την επιστροφή του Κωνσταντίνου Καραμανλή από το Παρίσι αποτέλεσαν την Μεταπολιτευτική επανεκκίνηση της Ελληνικής οικονομίας. Η τελευταία, κατέγραψε στα βρεφικά της βήματα μέσο ετήσιο ρυθμό ανάπτυξης 3,6% την περίοδο 1975-1981, ενώ το δημόσιο χρέος βρέθηκε στο ιδιαίτερα χαμηλό (για τα Ελληνικά δεδομένα) 28,8% του ΑΕΠ το 1981. Ο Έλληνας ενηλικιώθηκε απότομα το 1981, όταν το ρεύμα περί «Αλλαγής» οδήγησε στην κυβέρνηση τον Ανδρέα Παπανδρέου. Η ενηλικίωση συνοδεύτηκε από απότομη αύξηση των πραγματικών μισθών (κατά 5,3% το 1982 την ίδια περίοδο κατά την οποία η παραγωγικότητα παρουσίασε μηδενική αύξηση), ανάδειξη των συνδικαλιστών σε κράτος εν κράτει, δύο υποτιμήσεις της δραχμής (15,5% το 1983 και 15% το 1985) και εκτίναξη του δημόσιου χρέους στο 81% του ΑΕΠ επί οικουμενικής κυβέρνησης Ζολώτα (το 1990). Τέτοιο επίπεδο δημοσίου χρέους είχαμε να δούμε από τις προπολεμικές «επιδόσεις» της κυβέρνησης Μεταξά.
Κάνοντας «roll-over» στο τρίτο (και τελικό) στάδιο του αινίγματος της Σφίγγας, ο (χρεοκοπημένος) Έλληνας, οκτώ χρόνια μετά την κρίση (που άρχισε το 2008), εξακολουθεί να γηραίνει, (μόλις και) ισορροπώντας στα τρία πόδια με μπαστούνι τα «Μνημόνια» της Τρόικα. Μετά και την επικράτηση του Κυριάκου Μητσοτάκη στην προεδρία της ΝΔ και τις παραινέσεις Λεβέντη τίθεται λοιπόν το ερώτημα κατά πόσον μία κυβέρνηση ευρείας συνεργασίας (με ή χωρίς τεχνοκράτες) θα μπορούσε να φέρει σε πέρας τις απαραίτητες μεταρρυθμίσεις που χρειάζεται η χώρα.
Δύσκολα θα συμφωνήσουν σε κάτι τέτοιο οι (βασικοί «παίκτες») Τσίπρας και Μητσοτάκης καθώς τους χωρίζει ιδεολογικά η «μέρα με την νύκτα». Θα μπορούσαν, όμως, να συμφωνήσουν σε έναν απλό κανόνα λογικής, σύμφωνα με τον οποίο, σε περιόδους οικονομικής ευμάρειας θα πρέπει, ως κράτος, να αποταμιεύουμε (δηλαδή να δημιουργούμε πλεονάσματα) τα οποία να χρησιμοποιούμε ως αντίβαρο σε περιόδους παρατεταμένων οικονομικών κλυδωνισμών.
Στο βαθμό που η παραπάνω αρχή αποτελέσει την οικονομική πυξίδα μίας βιώσιμης κυβέρνησης συνεργασίας, τότε και μόνο τότε, η τελευταία μπορεί να επιτύχει. Πάντως, αποτελεί καλό οιωνό ότι, σε αντίθεση με τον μακαρίτη Ανδρέα Παπανδρέου ο οποίος το 1984 εξαπέλυσε λυσσαλέα φραστική επίθεση στον «Εφιάλτη» Κωνσταντίνο Μητσοτάκη (με το που ο τελευταίος ανέλαβε τα «ηνία» της ΝΔ), ο κ. Τσίπρας (τον οποίον πολλοί θεωρούν ότι «αντιγράφει» τον Ανδρέα Παπανδρέου) θα έχει μία πρώτη συνάντηση με τον υιό Μητσοτάκη. Ίσως λοιπόν ο κ. Τσίπρας να μην αποτελεί «πιστή» αντιγραφή του μακαρίτη Παπανδρέου.
* O κ. Κώστας Μήλας είναι Καθηγητής Χρηματοοικονομικών στο University of Liverpoo
Πηγή:capital