Κίνδυνος να τραβήξει η διαπραγμάτευση για καιρό, υπονομεύοντας όλους τους στόχους για το 2017 – Ο Τσίπρας ψάχνει σωσίβιο στην πολιτική διαβούλευση με τους ευρωπαίους ηγέτες
Συγκρατημένη και πολύ προσεκτική στάση προσπαθεί να τηρήσει η κυβέρνηση, δύο μέρες μετά την απόφαση του Eurogroup για τα λεγόμενα βραχυπρόθεσμα μέτρα ελάφρυνσης του ελληνικού χρέους, αλλά και την επίσημη συμφωνία για τη διατήρηση υψηλών πρωτογενών πλεονασμάτων 3,5% για άγνωστο διάστημα μετά το 2018.
Οι αρχικοί πανηγυρισμοί για τις αποφάσεις σχετικά με το χρέος δίνουν τη θέση τους σε πιο ψύχραιμες προσεγγίσεις εντός της κυβέρνησης, η οποία επιχειρεί πλέον να ρίξει τους τόνους και να προετοιμαστεί για το δύσκολο νέο γύρο διαπραγματεύσεων.Έτσι κι αλλιώς γίνεται φανερό ότι όσο σημαντική κι αν θεωρείται σε βάθος χρέους η ελάφρυνση που δόθηκε προχθες, τόσο αδιάφορη είναι για τα άμεσα δημοσιονομικά θέματα που απασχολούν το ελληνικό ζήτημα.
Παρά τις προσδοκίες και τις εκτιμήσεις που είχαν διατυπωθεί από την κυβέρνηση, η δεύτερη αξιολόγηση δεν έκλεισε στις 5 Δεκεμβρίου και μέρα με την ημέρα διαφαίνεται ότι ο ορίζοντας ολοκλήρωσης της διαδικασίας αυτής μπορεί να τραβήξει στο χρόνο. Πρόκειται για μία εξέλιξη την οποία απεύχεται το Μαξίμου, αφού παρατείνει και επιτείνει την αβεβαιότητα για την πορεία της οικονομίας και εάν αποδειχθεί πολύμηνη θέτει σε κίνδυνο ακόμη και τους βασικούς στόχους για το 2017 (ποσοτική χαλάρωση, ανάπτυξη, οικονομική και επενδυτική σταθερότητα κλπ).
Η εμπλοκή του ΔΝΤ στη διαπραγμάτευση και η ενίσχυση του σεναρίου να μετάσχει κανονικά στο ελληνικό πρόγραμμα στο εξής, καθιστά εξ αντικειμένου δύσκολη την επίτευξη μίας συμφωνίας, χωρίς επώδυνο κόστος από την πλευρά της Ελλάδας, δηλαδή χωρίς νέα μέτρα, αλλά και μεγάλες υποχωρήσεις σε θέματα, όπως τα εργασιακά.
Είναι σχεδόν δεδομένο ότι το Βερολίνο δεν κάνει πλέον πίσω σε κανένα από τα κρίσιμα θέματα: ούτε για τον προσδιορισμό μεσοπρόθεσμων μέτρων ελάφρυνσης του χρέους – αυτά θα εξεταστούν ξεκαθαρίζει το 2018 με την ολοκλήρωση του τρέχοντος προγράμματος -, ούτε για τη μείωση των πρωτογενών πλεονασμάτων. Κατά τα φαινόμενα θα υποχωρήσει μόνο στην απαίτησή του για δεκαετή υποχρέωση της Ελλάδας να επιτυγχάνει πρωτογενή πλεονάσματα 3,5% – πρόκειται άλλωστε για μία απαίτηση πέρα από κάθε οικονομική και πολιτική λογική και μάλλον τέθηκε ως διαπραγματευτική πίεση στην Αθήνα.
Το Βερολίνο βεβαίως έχει και την επιδίωξη ή ανάγκη να συμμετάσχει και το ΔΝΤ, το οποίο όμως ξεκινά από τη θέση ότι πρέπει να δοθεί ουσιαστική ελάφρυνση χρέους και μείωση των πρωτογενών πλεονασμάτων από το 2018 κιόλας. Μία θέση που απορρίπτει το Βερολίνο φυσικά, μετ’ επιτάσεως αφήνοντας το ΔΝΤ να πάει από μόνο του στο εναλλακτικό σενάριο για τη βιωσιμότητα του χρέους – αναγκαία συνθήκη για να συμμετάσχει στο πρόγραμμα – που δεν είναι άλλο από τη λήψη επώδυνων μέτρων, όπως η νέα μεγάλη μείωση των κύριων συντάξεων, η μείωση του αφορολόγητου και άλλα ανάλογα.
Η κυβέρνηση ελπίζει ότι αυτή η σύγκρουση απόψεων ανάμεσα σε Βερολίνο και ΔΝΤ θα οδηγήσει, είτε στην υποχώρηση της γερμανικής πλευράς σε ό,τι αφορά τα πρωτογενή πλεονάσματα, είτε στη μη συμμετοχή τελικά του ΔΝΤ στο πρόγραμμα, κάτι που θα «διευκολύνει» τους ευρωπαίους εταίρους να χαλαρώσουν την πίεση προς την Αθήνα.
Ωστόσο πρόκειται για μία ελπίδα περισσότερο και όχι για ένα θέμα στο οποίο η ελληνική πλευρά μπορεί να έχει αποφασιστικό και καθοριστικό ρόλο. Η προχθεσινή απόφαση του Eurogroup μπορεί να ανέδειξε τη διαφωνία Γερμανίας – ΔΝΤ, όμως ενέπλεξε περισσότερο το Ταμείο στην όλη υπόθεση, εξέλιξη που μπορεί να οδηγήσει σε έναν τελικό συμβιβασμό ανάμεσα στους «ελέφαντες», που είπε ο Ευκλείδης Τσακαλώτος στον Β. Σόιμπλε – όπως αποκάλυψε ο τελευταίος – σε βάρος όμως του αδύναμου κρίκου της όλης ιστορίας, δηλαδή της Αθήνας.
Είναι ενδεικτικό ότι στην κυβέρνηση άρχισαν να αμφισβητούν ή να αντιτίθενται ανοιχτά στη συμμετοχή του Ταμείου στο ελληνικό πρόγραμμα.
Ο κυβερνητικός εκπρόσωπος Δημήτρης Τζανακόπουλος δήλωσδε ότι υπάρχει «μεγάλη αντίφαση στη στάση του ΔΝΤ», κατηγορώντας το Ταμείο ότι «δεν μπορεί να πιέζει για νέα μέτρα τους Ευρωπαίους εταίρους και όχι για μείωση των πλεονασμάτων»!
Ο αναπληρωτής υπουργός Οικονομικών Γιώργος Χουλιαράκης σημείωσε ότι οι ευρωπαϊκοί θεσμοί δεν ζητούν πρόσθετα μέτρα μετά το 2018. Το πρόβλημα είναι το ΔΝΤ που προβλέπει πρωτογενές πλεόνασμα 1,5% του ΑΕΠ το 2018 και γι’ αυτό ζητά μέτρα που αντιστοιχούν στο 2% του ελληνικού ΑΕΠ». Και πρόσθεσε: «Θεωρούμε ότι η θέση του ΔΝΤ είναι εντελώς «ιδεολογική» και υπονομεύει την ομαλή και γρήγορη ολοκλήρωση της δεύτερης αξιολόγησης».
Ο υπουργός Εσωτερικών Πάνος Σκουρλέτης δήλωσε ότι «το ΔΝΤ δεν ήταν μέχρι τώρα στο πρόγραμμα, είχε τον ρόλο του παρατηρητή. Και κατά την εντελώς προσωπική μου άποψη καλύτερα να μην μπει το ΔΝΤ στο πρόγραμμα, διότι αυτό θα σημαίνει ότι θα πρέπει να υπάρχει ένας συμβιβασμός ανάμεσα στις δικές του απόψεις και στις απόψεις των Ευρωπαίων δανειστών μας, πράγμα που ενδεχομένως να είναι και εις βάρος μας».
Το βάρος της ελληνικής προσπάθειας θα πέσει τώρα στις πολιτικές διαβουλεύσεις, που θα επιχειρήσει ο πρωθυπουργός Αλέξης Τσίπρας με τους ευρωπαίους ηγέτες, ελπίζοντας ότι θα δοθεί μία λύση με πολιτικούς όρους. Οι επαφές του κ. Τσίπρα θα ξεκινήσουν τα επόμενα 24ωρα και θα κορυφωθούν στη σύνοδο κορυφής της ΕΕ την άλλη Πέμπτη, με το αποτέλεσμα όμως να είναι αβέβαιο, αφού το Βερολίνο δεν δείχνει ιδιαιτέρως ανήσυχο για τα όσα συμβαίνουν στην ευρωζώνη – ούτε καν για την Ιταλία -, ή τουλάχιστον όχι τόσο ανήσυχο όσο θα περίμενε η Αθήνα.
Πηγή protothema