Στη συνέχεια, οι τράπεζες θα πρέπει να αναλάβουν την κάλυψη των χρηματοδοτικών αναγκών των υγιών επιχειρήσεων, κυρίως σε βραχυπρόθεσμο δανεισμό, ενώ η κεφαλαιαγορά να συμβάλει στην κεφαλαιακή ενίσχυση των μεγάλων επιχειρήσεων.
Οι μεγάλες διαρθρωτικές αλλαγές της χώρας θα πρέπει να κινηθούν σε δύο βασικούς άξονες: στην αποτελεσματική οργάνωση του κράτους και στην επεξεργασία των βασικών προτεραιοτήτων στην οικονομία, οι οποίες θα σηματοδοτήσουν και τα όποια επιχειρηματικά σχέδια, πάντα στο πλαίσιο του νέου ΕΣΠΑ και του εθνικού προγράμματος δημόσιων επενδύσεων.
«Η ελληνική οικονομία έχει μεγάλα διαρθρωτικά αλλά και συγκυριακά προβλήματα. Χρειάζεται μεγάλη, συντονισμένη και διαρκής προσπάθεια για να μπορέσει να τα υπερβεί. Από την άλλη πλευρά, είμαστε μια χώρα που διαθέτει σημαντικά πλεονεκτήματα, τα οποία αν τα αξιοποιήσουμε, μπορούμε να είμαστε αισιόδοξοι ότι γρήγορα θα μπούμε σε τροχιά διατηρήσιμης ανάπτυξης και υγιούς ευημερίας», καταλήγει ο κ. Γκότσης.
Κύριε καθηγητά, η ελληνική οικονομία, που χαρακτηρίζεται από σημαντικά δομικά προβλήματα, μπορεί να ανακάμψει όταν παράλληλα επιβαρύνεται κατά την τελευταία πενταετία με ολοένα και περισσότερους φόρους;
Είναι πράγματι γεγονός ότι η βάση όλων των προβλημάτων που αντιμετωπίζουμε, βρίσκεται στην χαμηλή ανταγωνιστικότητα τόσο του συνόλου της οικονομίας, όσο και συγκεκριμένων κλάδων. Η αδυναμία μας να προχωρήσουμε στις αναγκαίες προσαρμογές, ώστε να είμαστε σε θέση να λαμβάνουμε ισότιμα μέρος στο διεθνή καταμερισμό, μας οδήγησε στο περιθώριο. Αντί να ανατάξουμε τις δυνάμεις μας προς την κατεύθυνση της παραγωγής εξαγώγιμων προϊόντων με υψηλή προστιθέμενη αξία, συνεχίσαμε για πολλά χρόνια να σπαταλάμε τουςδιαθέσιμους πόρους μας επενδύοντας στην οικοδομή και να ενισχύουμε την κατανάλωση μέσω δανεισμού. Έτσι, φτάσαμε στο αποκορύφωμα αυτής της πορείας το 2007 όταν το ισοζύγιο πληρωμών μας παρουσίασε μια τρύπα 36 δις ευρώ (14,5% του ΑΕΠ). Αντί τότε να πάρουμε άμεσα περιοριστικά μέτρα, ακολουθήσαμε για δύο χρόνια ακόμη την ίδια καταστρεπτική πολιτική, παρά τις συστάσεις πολλών διεθνών οργανισμών, αλλά και Ελλήνων οικονομολόγων, με αποτέλεσμα η κατάσταση να γίνει ανεξέλεγκτη.
Αν όμως η περιοριστική πολιτική, που εκδηλώνεται με τη μείωση των δαπανών και την αύξηση των φόρων, ήταν στην αρχή της κρίσης αναγκαία, ώστε να μειωθούν τα δίδυμα ελλείμματα, η συνέχισή της είναι λανθασμένη. Σε μια οικονομία, η οποία βρίσκεται σε ύφεση, έχει υψηλά ποσοστά ανεργίας και σημαντικές αργούσες παραγωγικές δυνάμεις, αν δεν είσαι σε θέση να ασκήσεις επεκτατική πολιτική δεν αυξάνεις τους φόρους. Αυτή σε οδηγεί με βεβαιότητα στην περαιτέρω εμβάθυνση της ύφεσης και όχι στην ανάκαμψη. Αυτά όταν έχεις τη δυνατότητα να ασκήσεις αυτόνομη οικονομική πολιτική. Δυστυχώς όμως εμείς πρέπει να λειτουργήσουμε με βάση δύο καταναγκασμούς. Ο πρώτος προέρχεται από τη συμμετοχή μας στο Δημοσιονομικό Σύμφωνο, που προβλέπει ισοσκελισμένους προϋπολογισμούς και ο δεύτερος μέσα από το μνημόνιο όπου για το 2016 πρέπει να παρουσιάσουμε 0,5% του ΑΕΠ πρωτογενές πλεόνασμα.
Ποιες πιστεύετε πως θα πρέπει να είναι οι άμεσες προτεραιότητες του οικονομικού επιτελείου της κυβέρνησης;
Η κυβέρνηση μετά την υπογραφή της συμφωνίας της 12ης Ιουλίου έχει να ακολουθήσει μόνο ένα δρόμο. Να την υλοποιήσει σύμφωνα με το χρονοδιάγραμμα, προσπαθώντας βέβαια να αμβλύνει όλα εκείνα τα σημεία που εμπεριέχουν σημαντικές κοινωνικές αδικίες, ή σκληρότητα. Στόχος θα πρέπει να είναι η επιστροφή της χώρας στην κανονικότητα. Για να γίνει αυτό θα πρέπει να αρθούν δύο μεγάλες αβεβαιότητες. Το Grexit, το οποίο θα αντιμετωπισθεί με μια γενναία αναδιάρθρωση του χρέους στην κατεύθυνση της άνετης χρηματοδότησής του καθώς και της αποκατάστασης της αξιοπιστίας του τραπεζικού συστήματος μετά την ανακεφαλαιοποίηση, η οποία θα απομακρύνει τον κίνδυνο του κουρέματος των καταθέσεων με την εφαρμογή της ευρωπαϊκής οδηγίας BRRD. Όλα αυτά προϋποθέτουν βεβαίως την επιτυχή πρώτη αξιολόγηση του προγράμματος.
Ποιες νομίζετε ότι είναι οι σπουδαιότερες διαρθρωτικές αλλαγές που θα πρέπει να γίνουν και σε ποιο βάθος χρόνου νομίζετε πως θα μπορούσαν αυτές να αποδώσουν;
Οι μεγάλες αλλαγές που έχει ανάγκη η χώρα κινούνται σε δύο άξονες. Στην αποτελεσματική οργάνωση του κράτους, ώστε από δυνάστης να καταστεί αρωγός σε κάθε παραγωγική προσπάθεια καθώς και στην ανάπτυξη ενός εθνικού σχεδίου ανασυγκρότησης της οικονομίας. Οι αναγκαίες τομές στη λειτουργία του κράτους πρέπει να στοχεύουν στη δημιουργία ενός φιλικού στην υγιή επιχειρηματικότητα περιβάλλοντος, κάτι που τόνισε και ο πρωθυπουργός τόσο στην επίσκεψή του στις ΗΠΑ όσο και στις προγραμματικές του δηλώσεις στη Βουλή. Χρειαζόμαστε ένα απλό, δίκαιο, αποτελεσματικό και πάνω απ’ όλα σταθερό φορολογικό σύστημα, γρήγορη απονομή της δικαιοσύνης, λιγότερη γραφειοκρατία που συνδέεται με τη διαφθορά, περιορισμό της πολυνομίας και βελτίωση της διαφάνειας.
Από την άλλη η κυβέρνηση θα πρέπει να επεξεργαστεί τις βασικές της προτεραιότητες στην οικονομία, οι οποίες θα σηματοδοτήσουν και τα όποια επιχειρηματικά σχέδια, πάντα στο πλαίσιο του νέου ΕΣΠΑ και του εθνικού προγράμματος δημοσίων επενδύσεων. Συγκεκριμένοι τομείς, συγκεκριμένα ποσά, συγκεκριμένα χρονοδιαγράμματα. Ενίσχυση κάθε προσπάθειας που έχει εξαγωγικό προσανατολισμό, που προάγει την επιχειρηματικότητα στους νέους τομείς της πληροφορικής, της καινοτομίας, της τεχνολογίας της επικοινωνίας, της δημιουργικής βιομηχανίας, της έρευνας, της υγείας, της ενέργειας κ.α. Θα πρέπει να αξιοποιήσουμε το πολύ καλά εκπαιδευμένο επιστημονικό μας δυναμικό, το οποίο αυτή τη στιγμή αναζητά διέξοδο στις ξένες αγορές.
Οι τράπεζες, το χρηματιστήριο και γενικότερα η κεφαλαιαγορά πιστεύετε πως μπορούν σήμερα -με τα προβλήματα που έχουν- να παίξουν τον ρόλο τους στην ανάκαμψη της οικονομίας;
Χωρίς αμφιβολία οι τράπεζες, μετά τη νέα ανακεφαλαιοποίηση, που θα εμπεριέχει και την αντιμετώπιση του προβλήματος των κόκκινων δανείων, καθώς και την άρση των κεφαλαιακών ελέγχων, θα επιστρέψουν στην ομαλότητα. Αυτό σημαίνει ότι θα πρέπει να αναλάβουν την κάλυψη των χρηματοδοτικών αναγκών των υγιών επιχειρήσεων, κυρίως σε βραχυπρόθεσμο δανεισμό. Η κεφαλαιαγορά συμβάλλει στην κεφαλαιακή ενίσχυση των μεγάλων επιχειρήσεων με τις αυξήσεις κεφαλαίων μέσω του χρηματιστηρίου ή με νέες εγγραφές, με σκοπό τη διενέργεια νέων επενδύσεων. Ας σημειωθεί, ότι τα συγκεκριμένα κεφάλαια αποτελούν για τις επιχειρήσεις μια γερή βάση, αφού ενσωματώνονται και δεν επιστρέφονται όπως συμβαίνει με τον τραπεζικό δανεισμό.
Ποιες κινήσεις πιστεύετε πως θα πρέπει να γίνουν στους παραπάνω τομείς; Ποια νομίζετε ότι θα ήταν η καλύτερη αντιμετώπιση των μη εξυπηρετούμενων επιχειρηματικών δανείων;
Σε ό,τι αφορά τα μη εξυπηρετούμενα επιχειρηματικά δάνεια, τα οποία ανέρχονται στο υπέρογκο ύψος των 50 δισ, δεν υπάρχουν άριστες λύσεις που και οι τράπεζες να εισπράξουν τα χρήματά τους και οι επιχειρήσεις να μείνουν αλώβητες και να συνεχίσουν να λειτουργούν. Στόχος σαφώς θα πρέπει να είναι να διατηρήσουμε όσες περισσότερες στη ζωή, όμως και οι τράπεζες θα πρέπει να εξυγιάνουν τους ισολογισμούς τους, ώστε να μπορέσουν να βγουν στις αγορές για να αντλήσουν κεφάλαια. Αφού συνεπώς ξεκαθαρίσουν ποιες από τις επιχειρήσεις θα έχουν μελλοντικά τις δυνατότητες να ανταποκριθούν στις υποχρεώσεις τους, οι υπόλοιπες κατά περίπτωση θα πρέπει να συγκεντρωθούν σε ένα ταμείο διαχείρισης, το οποίο να έχει τη δυνατότητα είτε να τις εξυγιάνει είτε να τις εκποιήσει. Αυτό που δεν μπορεί να συνεχιστεί είναι κάποιες μη βιώσιμες επιχειρήσεις να απορροφούν πόρους που θα πρέπει να οδεύουν στις υγιείς.
Πόσο αισιόδοξος είστε για την πορεία της ελληνικής οικονομίας;
Η ελληνική οικονομία έχει μεγάλα διαρθρωτικά, αλλά και συγκυριακά προβλήματα. Χρειάζεται μεγάλη, συντονισμένη και διαρκής προσπάθεια για να μπορέσει να τα υπερβεί. Από την άλλη πλευρά είμαστε μια χώρα που διαθέτει σημαντικά πλεονεκτήματα, τα οποία αν τα αξιοποιήσουμε μπορούμε να είμαστε αισιόδοξοι, ότι γρήγορα θα μπούμε σε τροχιά διατηρήσιμης ανάπτυξης και υγιούς ευημερίας. Το υψηλό μορφωτικό και επαγγελματικό επίπεδο του λαού μας, η γεωπολιτική μας θέση, το πλούσιο υπέδαφος, το εξαιρετικό κλίμα για τουρισμό, διατροφή και ενέργεια, είναι μερικά μόνο στοιχεία, τα οποία δείχνουν ότι η υπόθεση της ανάπτυξης μόνο χαμένη δε μπορεί να θεωρείται.
* Ο κ. Χρήστος Γκότσης είναι καθηγητής Οικονομικών στο Πανεπιστήμιο Πειραιώς.
Πηγή:euro2day